Title Image

Δημήτρης Χριστουλάκης: «Το Πολυτεχνείο ανήκει στους νεκρούς του και στους αγέννητους»

Δημήτρης Χριστουλάκης: «Το Πολυτεχνείο ανήκει στους νεκρούς του και στους αγέννητους»

Ο αγωνιστής του Πολυτεχνείου Δημήτρης Χριστουλάκης, αντιδήμαρχος σήμερα Πολιτικής Προστασίας του Δήμου Χαλανδρίου, που έζησε από κοντά τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, μοιράζεται μαζί μας μνήμες και σκέψεις:

«Θέλω ν’ αρχίσω απ’ τους νεκρούς.

Αιώνια δόξα και μνήμη για τους ηρωικούς νεκρούς του Πολυτεχνείου και όλου του αντιδικτατορικού αγώνα.

Η θυσία τους θα ζει στους αιώνες μέσα από τους αγώνες αυτού του λαού.

Εκείνη την περίοδο θεωρητικά ήμουν φοιτητής. Σπούδαζα στην Πάτρα, αλλά τα είχα ψιλο- εγκαταλείψει. Δεν ήμουν οργανωμένος. Εννοώ σε κάποια παράνομη πολιτική οργάνωση. Τότε ασχολιόμουν με τις εκδόσεις. Μαζί με άλλα παιδιά συμμετείχα σε μία ομάδα, «Κάλβος» λεγόταν, ομάδα πολύ δυνατή, που τα βιβλία της για εκείνη την εποχή ήταν ένα και ένα. Με το που αρχίζουν τα γεγονότα, Τετάρτη νομίζω, αρχίζω και εγώ να πηγαίνω στο Πολυτεχνείο. Άλλωστε εκείνη την εποχή κινιόμουν στο κέντρο της Αθήνας.

Δεν πρόκειται να ξεχάσω την στιγμή που ήρθαν οι Μεγαρίτες αγρότες με μαύρες σημαίες και πανό μέσα στο Πολυτεχνείο και έγινε χαμός – το περιστατικό το δείχνει πολύ ωραία ο Μαραγκός στην ταινία «Ο Αγώνας».

Το πρωί της 17ης Νοέμβρη έγινε στο Πολυτεχνείο και εργατική συνέλευση. Από τα λίγα ντοκουμέντα που κατόρθωσα να σώσω από τότε, είναι και η διακήρυξη αυτής της συνέλευσης. Είχα πολύ περισσότερα, αλλά μέσα στην κλούβα τα ξεφορτώθηκα (γέλια…) Κρίμα γιατί έχασα την ιστορική ευκαιρία να έχω ένα πλήρες αρχείο.

Μέναμε μέσα στο Πολυτεχνείο, μέρα και νύχτα

Όλοι μέναμε μέσα στο χώρο του Πολυτεχνείου, μέρα και νύχτα.. Φυσικά μέχρι την ώρα που μας έβγαλαν έξω, Σάββατο ξημερώματα. Η προμήθεια των τροφίμων, των υλικών και όλη η οργάνωση της κατάληψης έγινε ουσιαστικά αυθόρμητα.

Υπήρξε, βασικά, μια συντονιστική επιτροπή από 28 φοιτητές, όλοι εκλεγμένοι από τις συνελεύσεις των σχολών τους που πλαισιώθηκε και από εργάτες, αγρότες, φοιτητές και άλλους εργαζόμενους. Όλα προέκυψαν μέσα από την αυτοοργάνωση αυτών των ανθρώπων. Βέβαια το κίνημα είχε αποκτήσει μια προηγούμενη εμπειρία. Υπήρχε η προϊστορία των διαδηλώσεων και των συγκρούσεων που είχαν προηγηθεί: η κηδεία του Σεφέρη, του Παπανδρέου αλλά και τα γεγονότα της Νομικής που έδρασαν καταλυτικά.

Πάντως, βλέποντας την εξέλιξη του καθεστώτος εκείνη την εποχή υπήρχε διάχυτη η εκτίμηση ότι μπορούμε να τους παλέψουμε. Βέβαια, αν γνωρίζαμε εκ των προτέρων το τι θα επακολουθούσε, δεν νομίζω ότι θα κατέβαινε κανείς στο Πολυτεχνείο. Επίσης να μην ξεχνάμε, ότι η χούντα εκείνη την περίοδο προσπαθούσε με τον Μαρκεζίνη να επιδείξει ένα φιλελεύθερο πρόσωπο. Αυτό που σίγουρα έκανε το Πολυτεχνείο, ήταν ότι αποκάλυψε το πραγματικό προσωπείο αυτού του εγχειρήματος.

Από τις 9 η ώρα το βράδυ, μιλάω για την Παρασκευή, η κατάσταση άρχισε να ζορίζει. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Δεν μπορούσες να ανασάνεις από τα δακρυγόνα. Βέβαια όποιος ήθελε μπορούσε να φύγει. Υπήρχε η δυνατότητα να φύγεις. Το ζήτημα είναι ότι κανείς δεν ήθελε να φύγει. Υπήρχαν χιλιάδες άνθρωποι μέσα, χιλιάδες άνθρωποι έξω, αλλά κανείς δεν ήθελε να φύγει.

Οι σκοπευτές έριχναν στον σωρό

Εγώ θυμάμαι, ήμουνα στο κτίριο της Αρχιτεκτονικής, στον χώρο που υπήρχαν οι προμήθειες και τα φάρμακα. Όταν άρχισε το μακελειό έφερναν μέσα συνέχεια τραυματίες. Δεν υπήρχαν φορεία, δεν υπήρχε τίποτα. Αρχίσαμε και ξηλώναμε φοριαμούς για να κάνουμε φορεία. Μετά άρχισαν να φέρνουνε και σκοτωμένους. Υπήρχαν σκοπευτές που ήταν στημένοι στην ταράτσα του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης στη γωνία Μάρνης και 3ης Σεπτεμβρίου. Αυτοί έριχναν στον σωρό. Θυμάμαι ότι είχαν σπάσει και όλα τα τζάμια από τις σφαίρες.

Έξω δεν είχαμε εικόνα τι ακριβώς γίνεται. Ξέραμε βέβαια, αφού έρχονταν συνεχώς τραυματίες καθώς επίσης και νεκροί, ότι έξω γινόταν μακελειό. Αυτό που οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν, είναι ότι τα σοβαρότερα επεισόδια έγιναν έξω από το Πολυτεχνείο. Και όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τι περιπτώσεις, η ιστορία διαλέγει για θύματα συνήθως «αθώους». Όταν λέω «αθώους» εννοώ ότι δεν ήταν οργανωμένοι. Ήταν κόσμος που ήρθε αυθόρμητα να συμπαρασταθεί και να φωνάξει τα συνθήματα «Κάτω η Χούντα», «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» κ.α..

Εκείνες τις στιγμές περίσσευε το «εμείς» και όχι το «εγώ»

Μέσα και γύρω από το Πολυτεχνείο οι στιγμές ήταν μοναδικές. Μία όαση ελευθερίας. Δεν ξέρετε τι σημαίνει να ακούγεται από τα μεγάφωνα στη διαπασών η Ρωμιοσύνη. Να δέχεσαι τη συμπαράσταση από όλους όσοι πλησίαζαν στον χώρο. Να ζητάς κάτι μέσα από τον ραδιοφωνικό σταθμό και να στο φέρνουν αμέσως. Εκείνες τις στιγμές περίσσευε το «εμείς» και όχι το «εγώ».

Γύρω στα μεσάνυχτα έφθασαν τα τανκς στην περιοχή και ένα από αυτά στάθηκε μπροστά από την κεντρική πύλη της Πατησίων μαζί με τους λοκατζήδες. Μετά από 3ωρη ένταση και αναμονή και παρά τις συνεχείς εκκλήσεις μας προς τα αδέρφια μας τους φαντάρους να μην χτυπήσουν, το τανκς εισέβαλε στο χώρο, γκρεμίζοντας την κεντρική πύλη, ισοπεδώνοντας την Μερσεντές που έλιωσε τα πόδια της Πέπης Ρηγοπούλου.

Πρώτοι μπήκαν οι λοκατζήδες με «εφ’ όπλου λόγχη» και στη συνέχεια η ηγεσία της χουντικής αστυνομίας. Τα παιδιά μέσα αντέδρασαν ψύχραιμα. Μάλιστα είπαμε στους μπάτσους, ότι με τόσα φάρμακα εξοπλίζαμε 10 φαρμακεία σε 10 χωριά. Αυτοί ήδη είχαν αρχίσει να βουτάνε ότι μπορούσαν. Διαμαρτυρηθήκαμε γι’ αυτή την κατάσταση και ο επικεφαλής λογαχός-αλεξιπτωτιστής βάζει φρουρό και διώχνει τους μπάτσους από το χώρο. Εν συνεχεία με την απειλή των όπλων μας ανάγκασε να βγούμε έξω. Οι τελευταίοι κλείσαμε το γενικό διακόπτη και προχωρήσαμε προς την έξοδο με τάξη.

Μας βάραγαν και μας έβαζαν στις κλούβες

Οι φαντάροι είχαν φτιάξει μια αλυσίδα, παρατεταγμένοι αριστερά και δεξιά και έπρεπε να περάσεις ανάμεσά τους. Οι περισσότεροι φαντάροι δεν χτύπαγαν. Όμως έξω από την κεντρική πύλη μας περίμεναν οι μπάτσοι με τα γκλομπ και το τι ξύλο έπεφτε εκεί δεν περιγράφεται. Είχαν λυσσάξει που δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με τους φοιτητές. Βάραγαν και μας έβαζαν στις κλούβες.

Δεν ξεχνώ μια ηλικιωμένη γυναίκα με πάλλευκα μαλλιά να την προπηλακίζουν βρίζοντάς τη «Κουφάλα, να πας στη Ρωσία να κάνεις τη νοσοκόμα». Κι αυτή αγέρωχα να τους απαντά «Θα πάω όπου μου το ζητήσουν».

Σε αυτό το χαμό αρκετοί γλύτωσαν τη σύλληψη. Υπήρχαν παιδιά που έσπρωξαν την πύλη από τη μεριά της οδού Στουρνάρη και κατάφεραν να φύγουν και να γλιτώσουν βρίσκοντας καταφύγιο στις γύρω πολυκατοικίες. Βέβαια την ίδια στιγμή οι μπάτσοι από το Μουσείο και αλλού ρίχνανε στο ψαχνό.

Εμείς που ήμασταν και μεγαλύτεροι, νιώθαμε και υπεύθυνοι για κάποια πράγματα. Οι περισσότεροι ήταν μικρότεροί μου. Θυμάμαι ότι υπήρχε ένα παιδί 15 χρονών στην κλούβα που μας μεταφέρανε. Τον ρώτησε ο αστυνομικός που ήταν εκεί πως σε λένε: «Γιώργο Σταθόπουλο» απαντάει αυτός. «Το ξέρει η μάνα σου πως είσαι εδώ, ρε;». «Και βέβαια το ξέρει» του λέει ο πιτσιρικάς.

Όπως μας πήγαιναν με τις κλούβες, τότε καταλάβαμε τι είχε γίνει απέξω. Οδοφράγματα παντού, τα λεωφορεία και τρόλεϊ ακινητοποιημένα να έχουν γίνει οδοφράγματα μέχρι ψηλά στην Αλεξάνδρας. Όμως από ό,τι έμαθα μετά, και το Σάββατο όλη μέρα συνεχίστηκαν τα επεισόδια, οι διαδηλώσεις και τα λοιπά. Παρά τον στρατιωτικό νόμο. Γι’ αυτό και οι πολλοί νεκροί. Εμείς αργότερα εκτιμούσαμε ότι ήταν περίπου εβδομήντα.

«ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ»

Μάλιστα, και αυτό είναι συγκινητικό, ότι το σύνθημα «ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ» που το φωνάζουμε ακόμα, ακούστηκε για πρώτη φορά στο προσκλητήριο νεκρών που έγινε ένα χρόνο μετά, στην πορεία-διαδήλωση ως το Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Μετά το τέλος της κατάθεσης των στεφάνων, το «επέσατε θύματα» και το προσκλητήριο των νεκρών, κάποιος μέσα από το πλήθος το φώναξε αυθόρμητα. Και έμεινε….

Μας παίρνουν λοιπόν από εκεί και μας πηγαίνουν στα κτίρια της χωροφυλακής, εκεί που είναι τώρα το άλσος επί της Μεσογείων. Εκεί περάσαμε και το πρώτο βράδυ, περίπου τριακόσια άτομα σε μια αίθουσα, όλοι όρθιοι. Εκεί ήταν και ο Κυριάκος Σταμέλος και ο Κώστας Λαλιώτης και άλλοι. Αυτούς τους είχανε πιάσει από τους πρώτους και πρώτους τους πήρανε για τα περαιτέρω.

Εσύ μένεις, εσύ φεύγεις. Εγώ είμαι από αυτούς που έμειναν

Μείναμε εκεί δύο μέρες. Κάποια στιγμή, ήρθαν οι μεγάλοι της ασφάλειας και ξεκίνησε η διαλογή. Άρχισε το πρώτο ξεκαθάρισμα. Εσύ μένεις, εσύ φεύγεις. Εγώ είμαι από αυτούς που έμειναν. Δεν βοήθαγαν και τα γένια που είχα. Βέβαια μου τα είχαν σχεδόν ξεριζώσει. Όπως βγαίναμε για να μπούμε στις κλούβες –από το Πολυτεχνείο- μαζί με το ξύλο που έτρωγα μου τα τράβαγαν οι μπάτσοι. Να σημειώσω, για να μην το ξεχάσω, ότι λίγο πριν τη σύλληψή μου, μη γνωρίζοντας το τι θα επακολουθήσει, έσκισα τη φόδρα από το σακάκι που φορούσα και έβαλα μέσα βιταμίνες, αντιβίωση, καμιά σοκολάτα. ‘Ενα μολυβάκι, μερικά λευκά χαρτιά και ένα μάτσο προκηρύξεις. Τις προκηρύξεις βέβαια τις πέταξα. Αλλά τα άλλα δεν μου τα βρήκαν. Δεν ήξερα τι θα γινότανε, αν θα μας σκότωναν.. Αλλά σκέφτηκα να τα πάρω μαζί μου, αν όλα πάνε καλά, να βγάλω τις πρώτες ώρες…

Μετά από δυο μέρες, μας παίρνουν πάλι και μας πηγαίνουν στην ασφάλεια, χαμηλά στη Μεσογείων. Μας παίρνουν αποτυπώματα και εκεί αρχίζουν οι γνωστές μέθοδοι ανάκρισης. Πολύ ξύλο. Ρώταγαν τα πάντα. Ποιος έβαλε τον ραδιοφωνικό σταθμό; Τι δουλειά είχες εκεί; Ποιους γνώριζες; Αυτά τα ξεπερνούσες εύκολα. Μετά τα πράγματα ξέφευγαν. Θυμάμαι όταν με παρέλαβαν, ήρθε ένας αστυνομικός, ο Κανούσης, κρατώντας το πιστόλι του στο χέρι, φωνάζοντας «Θα σε σκοτώσω. Το ξέρεις ότι μπορώ να ανοίξω το παράθυρο και να σε πετάξω κάτω χωρίς να μάθει κανείς κάτι;». Του απαντάω «Το ξέρω, γιατί δεν το κάνεις;». Και πάλι ξύλο…. Τον ρωτάω «Έχεις παιδιά;» «Έχω μου λέει. Και αν γίνουν σαν εσένα θα τα σκoτώσω», και μου ακουμπά το πιστόλι στον κρόταφο. Όμως ακόμα και εκεί μέσα υπήρχαν άνθρωποι. Κάποια στιγμή ζήτησα λίγο νερό – πρησμένος από το ξύλο, τούμπανο. Ήταν ένας αστυνομικός, μου είπε «μην πιεις νερό τώρα, δεν θα σου κάνει καλό». Δεν ήπια. Τέλος πάντων, δεν θέλω να τα θυμάμαι.

Η συνέντευξη – ανάκριση με τον Μαστοράκη

Εκεί λοιπόν έγινε και άλλο ξεκαθάρισμα. Εγώ φάκελο δεν είχα. Δεν πιστεύω πως είχα. Ούτε ο πατέρας μου, η οικογένειά μου είχε. Φαίνεται όμως, ποιος ξέρει, τελικά μπορεί και να είχα. Θυμάμαι οι χαφιέδες είχαν πιάσει κάποτε τον πατέρα μου: «Πρόσεξε, με ποιους κάνει παρέα ο γιος σου και τέτοια» Γιατί εγώ τότε έκανα παρέα με τα παιδιά από τον σύλλογο στο Χαλάνδρι. Φαίνεται δεν τους άρεσε.. Μετά από εκεί, μας παίρνουν και μας πάνε στο ΚΕΒΟΠ στο Χαϊδάρι. Εκεί έγινε και η περιβόητη συνέντευξη – ανάκριση με τον Μαστοράκη.

Εγώ δεν μίλησα τότε στην εκπομπή, δεν φαίνομαι καλά, αλλά είμαι μέσα στο πλάνο. Πριν τη συνέντευξη θυμάμαι συζητήσαμε με τα παιδιά – εγώ ήμουν ο μεγαλύτερος τότε, 25 χρονών. Τα περισσότερα παιδιά ήταν 19-20 χρονών. Μέσα στον θάλαμο, τους είπα την άποψή μου, ότι όλο το σκηνικό είναι στημένο, ότι δεν πρέπει να μιλήσουμε. Ότι οι ερωτήσεις θα ήταν κατασκευασμένες. Έρχεται πρώτα και μας μιλάει ο ταγματάρχης Χατζόπουλος. Εμείς του λέμε την απόφασή μας να μην μιλήσουμε. Μετά από ένα τέταρτο έρχεται μια διμοιρία, με τα όπλα προτεταμένα και μας βγάζει έξω. « Όλοι εφ΄ενός ζυγού» όπως λένε, και περπατάμε γύρω στα 100 μέτρα. Ήταν όλοι εκεί οι αξιωματικοί και τα λοιπά.

Και ο Μαστοράκης. Έξαλλος εγώ, τον αρπάζω και του φωνάζω: «Έχεις ιστορική ευθύνη, είσαι υπεύθυνος γι’ αυτό που γίνεται αυτή τη στιγμή όπου παρά την θέλησή μας, μας υποχρεώνετε να μιλήσουμε και να μπλέξουμε σε μια ιστορία που δεν φαίνεται να έχει τελειωμό». Ο άνθρωπος αυτός έφυγε στο εξωτερικό, όταν έπεσε η χούντα. Όταν ξαναεμφανίστηκε, δεν θυμάμαι σε ποια εκπομπή, μιλώντας για τότε, ανέφερε για κάποιον που τον έπιασε και του έβαλε τις φωνές. Εγώ ήμουν αυτός… Πάντως τα παιδιά που μίλησαν, γιατί κάποιοι αποφάσισαν να μιλήσουν, παρά την τρομοκρατία τα είπαν καλά. Έστω και με μισόλογα. Όπως ο Δρογκάρης, έχει πεθάνει τώρα, που στην ερώτηση του Μαστοράκη αν θα το ξαναέκανε απάντησε: «Ναι, αλλά με μεγαλύτερη προσοχή αυτή τη φορά».

Όλα αυτά τα τριανταπέντε χρόνια δεν έχω μιλήσει. Ούτε έχω εξαργυρώσει τίποτα. Δεν είπα τίποτα, ποτέ και σε κανέναν δημόσια. Όπως και για τον ένα μήνα που πέρασα μετά το Πολυτεχνείο, από τις 17 Νοέμβρη έως τα μέσα Δεκέμβρη που αποφυλακίστηκα.

Θέλω όμως να πω ένα πράγμα: ότι το Πολυτεχνείο δεν ανήκει σε εμάς. Ούτε σε εκείνους που το πούλησαν. Ανήκει στους νεκρούς του και στους αγέννητους. Στους μάρτυρες αυτής της γενιάς που θυσιάστηκαν για την ελευθερία και στις γενιές που θα τους ακολουθήσουν…»

Υ.Σ.: Η συνέντευξη του Δημήτρη Χριστουλάκη δόθηκε στην stasi.gr, το 2008

Υ.Σ. Στη φωτό απεικονίζεται η τσακισμένη πόρτα του Πολυτεχνείου, η οποία ένα χρόνο μετά την εξέγερση βρισκόταν πεταμένη στην Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου. Μόλις το μαθαίνει, ο Δημήτρης Χριστουλάκης παίρνει εξουσιοδότηση από την οργανωτική επιτροπή για τις εκδηλώσεις μνήμης του Πολυτεχνείου και την μεταφέρει εκεί που ανήκει, στο Πολυτεχνείο.