Εγκαίνια Δευτέρα 23 Ιουνίου, στις 8.00 το βράδυ
Διάρκεια έκθεσης έως 10 Αυγούστου
Ώρες λειτουργίας 11.00 – 20.30 όλες τις μέρες της εβδομάδας.
Zivasart Gallery, Παντανάσσης 1 Μαρούσι
Τηλ.: 210 68 30 648, 6936 53 17 03
Πρόκειται για μια εργασία των τελευταίων έξι μηνών που έχει αναφορά στα 100 χρόνια από την ιδρυτική διακήρυξη του Σουρεαλισμού. Ο ίδιος ο δημιουργός αναφέρει για τη δουλειά του:
Τι όμορφο και περιπετειώδες να διαλέγεις τις εικόνες παλιών περιοδικών, να τις κόβεις με το κοπίδι ή με το ψαλίδι, να τις ταιριάζεις, να τις κολλάς, να τις ρετουσάρεις με το μολύβι η τον μαρκαδόρο, να χαίρονται τα χέρια σου ετούτη τη δημιουργία…
Ξεσυνήθισαν τα χέρια των πολλών, αφού τα μάτια και τα πληκτρολόγια συνθέτουν κατά παραγγελία μέσα από πολλαπλές, άπειρες φαντασμαγορικές εικόνες με τον ταχύτατο ηλεκτρονικό Διαμεσολαβητή….
Στερούν έτσι την απόλαυση αυτού του μικρού θαυμαστού βιώματος, όπου η τυχαία συνάντηση περιορισμένων τυπωμένων εικόνων αναδεικνύει αναπάντεχες υπερρεαλιστικές συνθέσεις μέσω συνειρμών εικόνας, λόγου και φαντασίας…
Ο πλέον ειδικός του Κολάζ Δημήτρης Καλοκύρης αναφέρει σχετικά με την έκθεση του Νίκου Ζήβα:
Λένε ότι οι πρώτες «συνεικόνες» (όπως ονόμασε ο Ελύτης τις χαρτώες συνθέσεις ετερόκλητων μορφών που και ο ίδιος αυστηματικά υπηρέτησε) ξεκίνησαν από τη βικτωριανή Αγγλία, όπου σε σχέδια φυτικών συνθέσεων επικολλούσαν φωτογραφίες για να δημιουργήσουν οικογενειακά δένδρα. Στα τα πρώιμα εντυπωσιακά έργα περιλαμβάνεται το χειροποίητο Blood Book του Άγγλου ερασιτέχνη John Bingley Garland (1781-1875).
Επίσημοι «πατέρες» του είδους ως Τέχνη θεωρούνται ο Μπρακ («Νεκρή φύση», 1912) και ο φίλος του ο Πικάσο που τον ακολούθησε («Νεκρή Φύση με ψάθινη καρέκλα», 1912), ερευνώντας τους κόσμους των δυνατοτήτων μια τεχνικής που μπορούσε να αξιοποιηθεί και η οποία μορφοποιήθηκε ακόμα και ως οπτική επέκταση του λεκτικού «εξαίσιου πτώματος» των υπερρεαλιστών αργότερα, δρομολογώντας τις εξαγγελίες της ποπ-αρτ.
Διακρίνονται διάφορες αισθητικές κατηγορίες κολάζ («κολλημένων χαρτιών»): Κυβιστικά, φουτουριστικά (Giacomo Balla, Umberto Boccioni), ready made, ντανταϊστικά (Hannah Höch, Romare Bearden, Kurt Schwitters), φροτάζ (τρίψιμο μολυβιού σε χαρτί πάνω από ανισόπεδη επιφάνεια), φωτομοντάζ (David Hockney), φωτομωσαϊκά κλπ.
Γεωγραφικά το είδος άνθισε στην Κεντρική Ευρώπη, φθάνοντας μέχρι την Αγγλία και την Ισπανία και διαχύθηκε στην Αμερικανική ήπειρο. Πολλοί καλλιτέχνες ασχολήθηκαν με το ύφος αυτό (Robert Rauschenberg, Martha Rosler, John Stezaker, Ray Johnson, Barbara Kruger, Wangechi Mutu, Joe Webb), με κορυφαίο τον Μαξ Έρνστ. Όλα σχεδόν τα έργα αυτής της τεχνικής διακρίνονται για το χιούμορ και τον λυρισμό τους, ενώ τα περισσότερα συνδυάζουν τυπωμένο υλικό, σχέδιο-χρώμα και (έντυπη ή αυθεντική) φωτογραφία, παρτιτούρες κλπ.
Τα υλικά που χρησιμοποιούνται είναι: χαρτιά, νήματα, χρώματα, μελάνια, υφάσματα, ταπετσαρίες, αποξηραμένα φυτά, μέχρι φύλλα χρυσού ή άλλων μετάλλων.
Οι συνήθεις πρώτες ύλες προέρχονται από έγχρωμα ή ασπρόμαυρα περιοδικά και εφημερίδες, χαρακτικά από εικονογράφηση βιβλίων ή από εκτυπώσεις έργων άλλων καλλιτεχνών που, καθώς απομονώνονται και εντάσσονται σε νέο γεωμετρικό σύνολο, αποκτούν καινούργιες «διαστάσεις».
Τεράστιο ρόλο στη δημιουργία ενός κολάζ παίζει ο τίτλος που του δίνει ο δημιουργός του και ο οποίος νοηματοδοτεί την όλη σύνθεση.Ένας εικαστικός δημιουργός όπως ο Νίκος Ζήβας, που ξεχειλίζει από ποιητική ευγλωττία και από ρεαλιστική φαντασία, παίζοντας ανάμεσα στα μεγέθη και στα νοήματα που παράγουν τα ετερόκλητα εικονίσματα, συνθέτει στιγμιότυπα με κοινόχρηστες εικόνες από διαφημίσεις, αναπαραστάσεις ή μουσικές αψίδες που αναβλύζουν από κλασικά παραμύθια.
Ο φίλος και συνεργάτης της Zivasart Gallery Μανόλης Κορρές γράφει για την παρουσίαση αυτής της δουλειάς:
Από τεχνικής πλευράς, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Ζήβας επιμένει στο χειροποίητο: «…Τι όμορφο και περιπετειώδες να διαλέγεις τις εικόνες παλιών περιοδικών, να τις κόβεις με το κοπίδι ή με το ψαλίδι, να τις συνθέτεις να τις κολλάς, να τις ρετουσάρεις με το μολύβι η τον μαρκαδόρο, να χαίρονται τα χέρια σου ετούτη τη δημιουργία…Ξεσυνήθισαν τα χέρια των πολλών, αφού τα μάτια συνθέτουν πολλαπλές εικόνες με τον ταχύτατο ηλεκτρονικό Διαμεσολαβητή στερώντας τους την μυρουδιά αυτού του μικρού θαυμαστού βιώματος…»
Η διαδικασία περιέχει ουκ ολίγες δεξιοτεχνικά απαιτητικές ζωγραφικές επεμβάσεις: μαύρα ανθρωπάκια (π.χ. στις πυραμίδες), επισχεδιασμένες γραμμές, σκιές, επιχρωματισμοί (π.χ. στην Καραβίδα), τονικές εξάρσεις ή διαφοροποιήσεις εδαφών, σχεδιαστική δημιουργία θεματικού περιεχομένου (ιστός αράχνης, ροή ύδατος, θαλασσινή επιφάνεια, πτερά και άκρα μύγας, ουρά του νερόφιδου, τμήματα των πλευρών της γοτθικής εκκλησίας…) και πολλά άλλα.
Η χειροτεχνική διαδικασία έχει ως αποτέλεσμα την ορατότητα των μεταξύ τμημάτων αρμών και των έως ένα σημείο αναπόφευκτων διαφορών μεγέθους. Αλλά αυτά, ούτως ή άλλως, είναι τα πάγια χαρακτηριστικά του κολλάζ, στις σύγχρονες απαρχές του (20ος αι.): το συνοδεύουν σταθερά στην συνοδοιπορία του με τον σουρρεαλισμό και ταυτοχρόνως το διαχωρίζουν από τη ζωγραφική αυτού του κινήματος. Πολύ πιο κοντά στη σουρεαλιστική ζωγραφική μπορεί να πλησιάζουν σημερινά κολλάζ εκτελούμενα με τα μέσα της ψηφιακής τεχνολογίας: επίτευξη της εκάστοτε επιθυμητής σχέσης μεγέθους των μερών, αναμορφωτικές επεμβάσεις μέσα σε κάθε μέρος, τέλεια απόκρυψη ασυνεχειών, όπου είναι επιθυμητή και ομάλυνση μεταβάσεων. Με τέτοια όμως χαρακτηριστικά αυτή η εργασία, ως ανήκουσα πλέον στη γενικότερη διαδικασία δημιουργίας σύνθετων εικόνων, απομακρύνεται από την ειδική κατηγορία του κολλάζ. Αλλά αυτά υπερβαίνουν κατά πολύ τα όρια του παρόντος. Αρκεί μόνο να θυμηθούμε παλιότερες επινοήσεις με παρόμοια αποτελέσματα: (σε κάποια λαϊκά μουσεία ή συναφείς δημόσιους χώρους) ζωγραφικές ή φωτογραφικές παραστάσεις σκηνών δράσης γενικού ενδιαφέροντος με ανθρώπινες μορφές σε φυσικό μέγεθος, όπου όμως στη θέση ενός προσώπου υπάρχει επίτηδες κενό κατάλληλο να δεχθεί το πρόσωπο ενός επισκέπτη με συνηθέστερο σκοπό τη διασκέδαση και το οικείο φωτογραφικό ενθύμιο. Ακόμη πιο πίσω, σε αρχαίες εποχές, τι άλλο ήταν ζωγραφικές ή τρισδιάστατες απεικονίσεις πλασμάτων της φαντασίας, όπως π.χ. των κενταύρων; «κολλάζ» σωμάτων ίππων και ανδρών (μεταγενεστέρως και γυναικών). Το θέμα, πέραν του αρχαίου συμβολισμού και των νεότερων φροϋδικών ερμηνειών, ήταν πάντοτε, χάρις στην αναντίρρητη εικαστική του αξία, εξόχως δημοφιλές. Άριστο παράδειγμα, ως εύρημα ανασκαφών στις υπώρειες του Πηλίου, ο σκελετός αρχαίου κενταύρου στο University of Tennessee, Knoxville.
Όπως ήδη ελέχθη, το κολλάζ απαιτεί σχεδιασμό για τη δημιουργική χρήση της πρώτης ύλης του. Η διαδικασία όμως δεν είναι σαφώς προβλέψιμη, επειδή έγκειται στη σύνθεση μη αμοιβαίως συμβατών θεμάτων και μορφών. Αναγκαστικώς περιέχει πειραματικές δοκιμές ακόμη και τυχαίων συνδυασμών και ομοίως απόπειρες επινόησης νοήματος. Αλλά ας μη νομισθεί ότι τούτο συνιστά δυσεύρετη ειδικότητα. Αντιθέτως εμπίπτει σε μια πάγκοινη ιδιοτροπία του ανθρώπινου μυαλού: Να αναζητεί συνεχώς νοήματα, ακόμη και εκεί που δεν υπάρχουν (τελείως προχείρως, η καθ’ οδόν παρατήρηση αριθμό κυκλοφορίας επί πινακίδων αυτοκινήτων αποτελεί για πολλούς προσφιλή συνήθεια αναζήτησης συμμετριών, αριθμητικών προόδων, ασύμμετρων επαναλήψεων, σπάνιων συνδυασμών κ.α.). Αλλά η φράση «ύπαρξη νοήματος» δεν είναι τι το μονοσήμαντον, όπως η φράση «ύπαρξη ύδατος». Το δεύτερο ανήκει στη φύση, το πρώτο στη δημιουργική φαντασία. Σε αυτό το πλαίσιο πράγματα και καταστάσεις απασχολούν τη σκέψη μας και ως δυνητικοί φορείς νοήματος. Σε αυτό και μόνον στηρίζεται πάντοτε (και) η διαδικασία δημιουργίας και πρόσληψης καλλιτεχνικών έργων. Δεδομένου όμως ότι το είδος μας δεν διαθέτει άλλον κώδικα συνεννόησης ακριβέστερον εκείνου των λέξεων, η διαδικασία της νοηματοδότησης εικαστικών έργων από τον αποδέκτη και ορισμένως από τον δημιουργό τους δεν είναι επαρκώς προδιαγεγραμμένη. Τούτο ισχύει έτι περαιτέρω για τον σουρεαλισμό (βλ. το κείμενο του Δ. Καλοκύρη). Εάν τα εικαστικά έργα είχαν όντως τόσο σαφή νοήματα όπως εκείνα του ασκημένου Λόγου, η ύπαρξη σχετικών κειμένων θα ήταν περιττή. Η παράθεση, λοιπόν, τέτοιων κειμένων από τον Νίκο Ζήβα, προφανώς υποδηλώνει την εκ μέρους του αναγνώριση της αινιγματικότητας των εικόνων, πολύ περισσότερο, όμως, δηλώνει την επιθυμία του να συνοδεύσει αυτές της εικόνες με πλήρη νοήματος κείμενα, εμπνευσμένα από αυτές, για τα οποία (κείμενα) οι ίδιες λειτουργούν ως εύστοχη εικονογράφηση. Από το σημείο αυτό και πέρα, ο παρατηρητής των έργων είναι ελεύθερος να συντάξει δικές τους σκέψεις, λίαν ενδιαφέρουσες και, γιατί όχι, κοινοποιήσιμες, θα άξιζε όμως προηγουμένως να αφιερώσει λίγο χρόνο και στην ανάγνωση των αναρτημένων στον τοίχο κειμένων.
Όπως περίπου σε όλα, έτσι και στο κολλάζ απαιτείται πρώτη ύλη και σχεδιασμός.