Title Image

553 χρόνια απο την άλωση της Πόλης

553 χρόνια απο την άλωση της Πόλης


Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εις μάχην 1453, Μυτιλήνη μουσείο Θεόφιλου

 

29 Μαϊου 1453
Αφιέρωμα στην μνήμη της άλωσης της Πόλης. Το www.chalandri.gr δημοσιεύει σήμερα ένα άρθρο του καθηγητή Γ. Μπαμπινιώτη, που γράφτηκε την 1/6/2004, στο περιοδικό του Πανεπιστήμιου το «Καποδιστριακό».

 

‘Eχουν περάσει 551 χρόνια από την ʼλωση, από τη χρονολογία που «εάλω η Κωνσταντίνου πόλις», από τότε που καταλύθηκε η αυτοκρατορία των Ελλήνων τού Βυζαντίου και διεκόπη βίαια μια πορεία 35 αιώνων ιστορικού βίου των Ελλήνων. Γι’ αυτό και η ʼλωση τής Πόλης, όπως κι αν την προσεγγίσεις, είναι ένα καθοριστικό ορόσημο όχι μόνο για τη διαδρομή τού Ελληνισμού, αλλά για την πορεία τής Ευρώπης, την οποία σφράγισε ο Ελληνισμός.

 

Η ʼλωση σφραγίζει μια νέα ιστορική πραγματικότητα: την οριστική διακοπή 12 αιώνων ζωής τού Βυζαντίου, την κατάλυση τής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τής βασιλείας Χριστιανών αυτοκρατόρων που οδήγησαν τις τύχες τού βυζαντινού Ελληνισμού. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία γίνεται Oθωμανική αυτοκρατορία. Oι Ρωμαίοι Ρωμιοί.

 

Η Μεγάλη Δύναμις των Μέσων χρόνων περνάει σε δεύτερη μοίρα, η χώρα τελεί υπό κατοχήν. Το σύμβολο τού Βυζαντινού κόσμου, η Κωνσταντινούπολις, καταρρέει. O κόσμος των Βυζαντινών που πήρε τη θέση τού αρχαίου κόσμου γίνεται κόσμος των Oθωμανών. Και μαζί καταρρέει το Ελληνικό κράτος τής Ανατολής.

 

Η αυτοκρατορία που έχει επίσημη γλώσσα την Ελληνική. Η αυτοκρατορία που ενσαρκώνει τη χριστιανική θρησκεία στην ορθόδοξη εκδοχή της, την ομολογία πίστεως που χωρίζει την Oρθόδοξη Ανατολή από την Ρωμαιοκαθολική Δύση. Την Oρθόδοξη χριστιανική πίστη, η οποία ξεχωρίζει τον λαό μιας αυτοκρατορίας που η ποίησή του είναι προεχόντως εκκλησιαστική, που η μουσική του είναι κυρίως εκκλησιαστική μουσική, που η τέχνη του είναι η αγιογραφία και η αρχιτεκτονική, η ναοδομία.

 

Καταρρέει το ελληνικό κράτος τής Ανατολής, που μέσα από τα διδάγματα των Πατέρων έχει συμφιλιώσει τον ορθό λόγο τού αρχαίου ελληνικού στοχασμού με τον λόγο τού Ευαγγελίου και τη χριστιανική πίστη.

 

Ένα κράτος που φέρει με υπερηφάνεια το όνομα των Ρωμαίων, με άλλο βεβαίως δηλωτικό περιεχόμενο (δηλώνει τους Έλληνες τού Βυζαντίου), όπως υιοθετεί και προάγει τους ρωμαϊκούς θεσμούς και τη ρωμαϊκή διοίκηση, οργάνωση και τεχνολογία.

 

Μια αυτοκρατορία δηλ. που με τα τρία αυτά συστατικά -το ελληνικό πνεύμα, τους ρωμαϊκούς θεσμούς και τη χριστιανική πίστη- γίνεται η κοιτίδα τού πολιτισμού που, όχι μόνο ως όνομα αλλά και ως ουσία, ονομάζεται Ευρωπαϊκός.

 

Και όταν έρχεται το πλήρωμα τού χρόνου που «ο κουρασμένος γίγαντας» ηττάται από την κραταιά στρατιωτική δύναμη, από έναν στρατό δυνατό, εμπειροπόλεμο, φανατισμένο και αποφασισμένο για όλα, όταν το Ισλάμ –πολύ πριν να το επισημάνει ο Huttington– υποτάσσει τις χριστιανικές δυνάμεις, τότε το πνεύμα, οι λόγιοι τού Βυζαντίου μεταναστεύουν στη Δύση.

 

Τότε μεγάλες πνευματικές προσωπικότητες τού υπόδουλου Ελληνισμού καταφεύγουν στη Δύση, μεταφέροντας εκεί, σε Πανεπιστήμια και σε Αυλές, το ελληνοχριστιανικό πνεύμα μιας Ανατολής με γλώσσα ελληνική, με κείμενα ελληνικά και με σταθερή ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Κι εκεί που είχε ήδη αρχίσει να φυτρώνει ο καρπός τής γλωσσικής και τής πνευματικής αναζήτησης, «θεία επινεύσει» έρχεται η «ευλογία» τού ελληνικού πνεύματος, η διδασκαλία τού ελληνοχριστιανικού ανθρωπισμού και των ρωμαϊκών προεκτάσεών του για να καρπίσει και να φουντώσει ό,τι ονομάζουμε Δυτική Αναγέννηση.

 

Κι ενώ η Δύση φωτιζόταν με «το εξ Ανατολών φως», σκότος βαθύ πλακώνει τον υπόδουλο Ελληνισμό. Tετρακόσια χρόνια σκληρής δοκιμασίας, δοκιμασίας που έδωσε βαθμηδόν τη θέση της σε εθνική αυτογνωσία, σε ανασύνταξη των δυνάμεων και σε επαναστατικό ξεσηκωμό, όταν το εν μέρει «δάνειο φως» τής Δύσης άρχισε με τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό να αντανακλάται και στην Ελλαδική Ανατολή, διηθημένο από τη χριστιανική και εθνική ευαισθησία μεγάλων εκκλησιαστικών Διδασκάλων τού Γένους, όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο ʼνθιμος Γαζής, ο Νεόφυτος Δούκας ή ο Νεόφυτος Βάμβας.

 

Βεβαίως, ο σκληρά δοκιμασμένος μετεπαναστατικός Ελληνισμός –μέσα σ’ ένα κλίμα αμφισβήτησης τής ιστορικής του συνέχειας και τής βαθύτερης ελληνικής του υπόστασης και μέσα στην αχλύ τής κακοδιδασκαλίας ξένων Λογίων– παροδηγήθηκε να προσπεράσει και να παραμερίσει μαζί με τα 400 χρόνια τής σκλαβιάς του και 12 αιώνες λαμπρής ιστορίας των Μέσων Χρόνων τού Ελληνισμού.

 

Μέρος τού Νέου Ελληνισμού προσπέρασε ή και αρνήθηκε το Βυζάντιο –άλλοτε για να αποσείσει τις κατηγορίες, ότι τάχα δεν κατάγεται από τους Αρχαίους Έλληνες, κι άλλοτε για να συμμορφωθεί προς τα κηρύγματα δυτικών προοδευτικών που έβαλλαν κατά τού δήθεν θεοκρατικού κράτους των Βυζαντινών. Έτσι, για αρκετά χρόνια το Βυζάντιο, ο μεσαιωνικός ελληνισμός, η ελληνική ορθόδοξη Ανατολή υποτιμήθηκε ιστορικά, πολιτισμικά και εθνικά ακόμη, με αποτέλεσμα να προκληθεί ένα τεράστιο πολιτισμικό χάσμα στην ιστορία και την παράδοση τού Ελληνισμού, το χάσμα των 12 αιώνων τού Βυζαντίου. Η άμεση, απευθείας σύνδεση τού Νέου Ελληνισμού με τον αρχαίο κόσμο χωρίς τη φυσική συνέχεια τού αρχαίου κόσμου, χωρίς το Βυζάντιο, έβλαψε αντί να ωφελήσει τον Ελληνισμό όπου, όσο και όπως επικράτησε.

 

Ευτυχώς, η νηφάλια αντικειμενική μελέτη τού Βυζαντίου –με τη συμβολή και μεγάλων Ελλήνων επιστημόνων (ιστορικών, φιλολόγων, γλωσσολόγων κ.ά.)– αποκατέστησε το κύρος και «την τιμή» τού Βυζαντινού Ελληνισμού και, δι’ αυτού τού τρόπου, την αδιάσπαστη ιστορική και πολιτισμική συνέχεια τού Ελληνισμού. Βεβαίως, υπολείμματα αυτής τής αντίληψης είναι –και πρέπει να το επισημάνουμε με όση δύναμη διαθέτουμε– ότι ακόμη και σήμερα τα κείμενα τού βυζαντινού Ελληνισμού παραμένουν «ο μεγάλος άγνωστος» τής σχολικής μας εκπαίδευσης. Δεν διδάσκονται στα σχολεία μας, παρά περιπτωσιακά και ελάχιστα. Και είναι αυτό ένα μείζον παιδευτικό θέμα για μια πραγματικά εθνική παιδεία που οφείλει να εξασφαλίζει στα ελληνόπουλα το ελληνικό σχολείο.

 

Η μνήμη τής ʼλωσης, παρά την αναπόφευκτη πικρή της γεύση, χωρίς να καταπνιγεί ή να περάσει στη λήθη, πρέπει να μας οδηγήσει σε εθνική αυτογνωσία και βαθύτερη ενατένιση των νέων προκλήσεων που μπορούν να προέλθουν από την Ελλάδα, η οποία έχει ιστορικά τις προϋποθέσεις να λειτουργήσει ως «η φωνή τής συνειδήσεως» τού σύγχρονου καταναλωτικού και εφησυχάζοντος Ευρωπαίου ανθρώπου, για να επαναφέρει τη σκέψη του στην αναζήτηση τής ουσίας τής ανθρώπινης ύπαρξης, βάσει ιδανικών, αρχών και αξιών που ξεχώρισαν διαχρονικά τον πολιτισμό τής Ευρώπης.’