Title Image

Λέσχες Ανάγνωσης Βιβλιοθήκης Αετοπουλείου, Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008

Λέσχες Ανάγνωσης Βιβλιοθήκης Αετοπουλείου, Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008





 

 


Αετοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο
Δήμου Χαλανδρίου
Φιλικής Εταιρείας & Τομπάζη 18
Τηλ.210 6820464


 


 


ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ











































 Για τον Οκτώβριο επιλέξαμε να διαβάσουμε :

 

 «Λίγο από το αίμα σου» της Σώτης Τριανταφύλλου

 

(εκδ. Πατάκη)

 

 

 

 Επόμενη συνάντηση της Λέσχης Ανάγνωσης

 

την Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008, 18:30

 

 στο βιβλιοπωλείο «Μικρός Κοραής»


 


 (Παπάγου 7 & Αρίστοφάνους, Χαλάνδρι τηλ. 210 6890321)

 

 Προσκαλεσμένη της ΛΑΒΑ είναι η συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου, η οποία θα


 


 συζητήσει με τα μέλη της Λέσχης για το βιβλίο της.


 



Σώτη Τριανταφύλλου «Λίγο από το αίμα σου» (εκδ. Πατάκη)



Περί τίνος πρόκειται λοιπόν το «Λίγο από το αίμα σου»: πρόκειται για ένα μυθιστόρημα για την Αφρική• επίσης, για μια ιστορία όπου οι ήρωες αναρωτιούνται Τι είναι ο κόσμος; Ο κόσμος: χορευτής, ροζάριο, χείμαρρος, καράβι, ομίχλη, ιστός αράχνης• ο κόσμος είναι αυτό που θέλεις• «μια κουτουλιά με βουβάλι», όπως λέει ο μπάτλερ της οικογένειας ντε Μπιουτ. Έτσι, οι ήρωες του βιβλίου κάνουν ό,τι μπορούν: μερικοί διαβάζουν εντόσθια, άλλοι κάνουν νεκροψίες• οι πολιτισμοί συγκρούονται αλλά διαφέρουν ελάχιστα. Και ο Ευγένιος Σταμπς, που γράφει ένα μυθιστόρημα, περπατάει ακροποδητί για να μην  εξαγριώσει το φάντασμα. Η πτώση του ανθρώπου είναι ένας γεγονός που δεν μπορεί να ξεγίνει.
Από τις κούρσες ταχύτητας στο Σάρρεϋ μέχρι το Νακούρου και την Εύθυμη Κοιλάδα της Κένυα, οι άγγελοι φοβούνται να διαβούν• ο έρωτας αιμορραγεί• η Λύντια ντε Μπιουτ περιπλανιέται σε μια έρημη χώρα: βλέπει βατράχια στα δέντρα, τα χέρια της μοιάζουν με αχρηστευμένα όπλα• και παρότι στα μάτια του Ευγένιου είναι μια τυραννική Κίρκη, στο τέλος φαίνεται να του λέει «ʼξιζα κάτι καλύτερο, ήσουν αγνώμων». Στο μεταξύ, η αυτοκρατορική βρετανική σημαία γίνεται κουρέλι, η πραγματικότητα σκάει πάνω στους λευκούς αποίκους, από τα φλογόδεντρα τα φρεσκοπλυμένα μετά τη βροχή κρέμονται πτώματα. Οι Βρετανοί, απρόσκλητοι στην Αφρική, πρέπει να φύγουν: the party is over! Τη βεβαιότητα και την ανεμελιά διαδέχεται η αιματοχυσία. Δικαιοσύνη θα βρεις στον άλλο κόσμο, σκέφτεται ο Ιερώνυμος ντε Μπιουτ• σ’ αυτόν τον κόσμο υπάρχουν νόμοι.
ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ



Κριτικές
Είναι, ίσως, η πρώτη φορά, μετά το «Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης» (Πόλις 1996), που η Σώτη Τριανταφύλλου παρέδωσε ένα μυθιστόρημα που συνδυάζει ξεκάθαρα και αποτελεσματικά τόσο πολλά διαφορετικά είδη λογοτεχνίας, διατηρώντας, ταυτόχρονα, στο ακέραιο τη γνώριμη, χωρίς εξάρσεις, γραφή της.
Εξηγούμαι: στο «Λίγο από το αίμα σου» συνυπάρχουν αρμονικά το ευρωπαϊκό μυθιστόρημα με την παράδοσή του που εδράζεται στις αρχές του προηγούμενου αιώνα -και εξακολουθεί να επηρεάζει τη σύγχρονη λογοτεχνία-, η φιλοσοφική και κοινωνιολογική διάσταση των campus novels, χωρίς να διακρίνεται κάτι τέτοιο εκ πρώτης όψεως, καθώς και ο ποιητικός στοχασμός που μοιάζει να απασχολεί τη συγγραφέα, δεδομένων κάποιων από τα τελευταία της βιβλία, όπως το «Πιτσιμπούργκο» (Αιγέας 2006), η «Συγχώρεση» (Πατάκης 2004) ή και η «Φυγή» (Μελάνι 2004).
Κρύβεται, όμως, και κάτι ακόμα στο τελευταίο της μυθιστόρημα: η διάθεση να εντάξει στη γραφή της το εφηβικό μυθιστόρημα, μια γραφή της αθωότητας, λέξεις και λόγια που βρίσκονται εκεί ως να απευθύνονται στο εφηβικό κοινό, χωρίς την ίδια στιγμή να υποπίπτουν σε στείρο διδακτισμό.
Η αγγλική αριστοκρατία (με όλες τις μανίες και τις εμμονές της), η ίδια η κατακτημένη Αφρική (χωρίς εμμονές αυτή, άγρια και αβοήθητη συνάμα),
ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος που, ενώ βρίσκεται στο φόντο φαινομενικά, λειτουργεί καταλυτικά -περισσότερο ως ιδέα παρά ως γεγονός-, στους χαρακτήρες του μυθιστορήματος, συνιστούν, κατ’ αρχήν, το ιστορικό πλαίσιο στο «Λίγο από το αίμα σου».
Με την Αφρική έχει ασχοληθεί και ο Βασίλης Αλεξάκης στο έργο του «Ξένες λέξεις» (Εξάντας 2003). Το μυθιστόρημα αυτό έχει το χαρακτήρα οδύσσειας με σχεδία τις λέξεις, ειδικά το λεξικό των σάνγκο, όπου ένας «εξερευνητής» βυθίζεται στην αφρικανική ήπειρο και το λαό της, έστω και αποσπασματικά. Ο Αλεξάκης, όμως, στο βιβλίο αυτό χρησιμοποιεί μια απλοϊκή γραφή δίχως, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος πάντα, να διυλίζει το υλικό του στην προσπάθεια περιγραφής της ουσίας της Αφρικής και του αληθούς της γίγνεσθαι και είναι. Απ’ την άλλη, η Σώτη Τριανταφύλλου με το «Λίγο από το αίμα σου» καταγράφει με ξεκάθαρη λογοτεχνική γραφή όλα τα παραπάνω, γνωρίζοντας συγχρόνως το «καταλαβαίνω» σε τέτοια θέματα του ελληνικού, κατ’ αρχάς, αναγνωστικού κοινού, κάτι που πρέπει να αποδώσουμε, σίγουρα, και στον Βασίλη Αλεξάκη.
Στη συνέχεια, η υψηλή ευγένεια του χαρακτήρα του Ευγένιου Σταμπς (συγγραφέας στο μυθιστόρημα – ίσως το εξορκιστικό alter ego τής Τριανταφύλλου), σε αντιδιαστολή με την αφέλεια του πατέρα του Ρόναλντ, και την υποβόσκουσα ελαφράδα της αδερφής του Μπέθανυ, και όλα αυτά σε συνδυασμό με το μεγαλεπήβολο ανθρώπινο ιδανικό που φαίνεται να εκφράζει ο Ιερώνυμος ντε Μπιουτ –σε αντιδιαστολή, κι αυτός, με την οικογένειά του-, με μια δόση εστέτ ελιτισμού είναι η αλήθεια, καθιστούν το «Λίγο από το αίμα σου» μια λογοτεχνική κατάθεση που στοχεύει εμφανώς στην αφαίρεση.
Εξηγούμαι και πάλι: μπορεί η Σώτη Τριανταφύλλου, στη γνωστή της προσπάθεια να παραδώσει ένα μυθιστόρημα που δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για την ιστορία και τους ήρωές της, να καταγράφει πλήρως όλο το ιστορικό και συναισθηματικό πλαίσιο του μύθου της, ωστόσο τα αφαιρετικά υλικά που χρησιμοποιεί έγκειται στη λογοτεχνική της πρόταση που, τώρα, ανανεώνεται: η ιστορία φτιάχνεται από ανθρώπους (όπως, εξάλλου, και οι ιδέες), οι ίδιοι οι άνθρωποι, όμως, αντιγράφουν την ίδια τους τη ζωή, η οποία τους ξεπερνά όχι γιατί έχουν χάσει τον έλεγχο, αλλά γιατί ο εφησυχασμός σε οποιαδήποτε δημιουργία που μας αφορά, καθίσταται τροχοπέδη εξέλιξης.
Αν αυτό υπονοείται στο «Λίγο από το αίμα σου», τότε η αφαίρεση (το έρμα, θα λέγαμε ενδεχομένως) παίρνει το εξής σημαίνον χαρακτηριστικό: ο άνθρωπος υπάρχει μόνον ως συνάνθρωπος, και καλά θα κάνει να το βάλει καλά στο μυαλό του αυτό…
Ό,τι εξω(συν)ανθρώπινο μπορεί να μην είναι απαραίτητα εξωγήινο, είναι όμως αναγκαία καταπιεστικό. Γιατί, πολύ απλά, ο κόσμος δημιουργήθηκε για να καταπιέσει τους δημιουργούς του…
«…ο κόσμος είναι όπως είσαι εσύ ο ίδιος».
[κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη]
Δημήτρης Αθηνάκης
 


 «Οι άνθρωποι που σέβονται τον εαυτό τους δεν ανήκουν σε καμιά πατρίδα» ψέλλισε κάποτε στην αποικιοκρατούμενη Κένυα των αρχών του 20ού αιώνα ο Ευγένιος Σταμπς, ένας από τους Βρετανούς ήρωες του νέου βιβλίου της Σώτης Τριανταφύλλου. Παραφράζοντας τον Σταμπς, θα προσθέταμε ότι μάλλον οι συγγραφείς που σέβονται τον εαυτό τους δεν ανήκουν πια σε καμιά πατρίδα. Η Σώτη Τριανταφύλλου μοιάζει, εδώ και χρόνια, άπατρις, ανέστια, καθώς αντλεί τη θεματολογία των περισσότερων βιβλίων της έξω από τα ελληνικά σύνορα.
Είναι εξάλλου βαρετό να ζητάς στον 21ο αιώνα από τη λογοτεχνία διαπιστευτήρια εντοπιότητας ή, ακόμα χειρότερα, εθνικής ταυτότητας. Και από τους συγγραφείς να στριμωχθούν στο στενάχωρο ρόλο του… αυτόχθονα συγγραφέα.
Να επισημάνουμε, όμως, κάτι: Η Σώτη Τριανταφύλλου δεν περνά τα σύνορα απροετοίμαστη. Έχει, τουλάχιστον, την αντοχή αλλά και τη λαχτάρα του πλάνητα να κάνει μεγάλα ταξίδια στο χρόνο και στην Ιστορία, ή να κινηθεί στις «γκρίζες ζώνες» του ανθρώπινου ψυχισμού.
Με το Λίγο από το αίμα σου φτάνει στην ανατολική Αφρική, στην προπολεμική Κένυα, αποικία της πάλαι ποτέ βρετανικής αυτοκρατορίας. Ακολουθεί δύο εύπορες οικογένειες Βρετανών που οδηγήθηκαν στη Μαύρη Ήπειρο για να συμβιώσουν με τροπικές καταιγίδες, λιμούς, πλημμύρες και σμήνη ακρίδων. Μάλλον από απελπισία. Αφήνοντας πίσω τους στην Αγγλία κατεστραμμένους γάμους, ματαιωμένους έρωτες, απόπειρες αυτοκτονίας και οικονομικές καταστροφές.
Την ιστορία της οικογένειας Σταμπς αφηγείται ο Ευγένιος Σταμπς, αρκετά χρόνια μετά την επιστροφή του στην Αγγλία. Εκείνος μας συστήνει τον αλλοπρόσαλλο πατέρα του Ρόναλντ που έφτασε στην Αφρική για να καλλιεργήσει χρυσάνθεμα, την ατίθαση, σαν αφρικανικό ξωτικό, αδελφή του Μπέθανυ. Ο Ευγένιος αναφέρεται στη μοιραία συνύπαρξη των Σταμπς στην Αφρική με την οικογένεια της θεοσεβούμενης, μοναχικής Κλαίρης ντε Μπιούτ. Μας εκμυστηρεύεται τον δύσκολο έρωτα του με την κόρη της, τη Λύντια ντε Μπιούτ, και ανακαλεί τη μακρόχρονη φιλία του με τον γιο της Ιερώνυμο ντε Μπιούτ που έχει αφιερώσει τη ζωή του στη θρησκεία, στην αμαρτία και στην περίθαλψη των άρρωστων Αφρικανών.
Η Σώτη Τριανταφύλλου δεν περιορίζει τον ορίζοντα του μυθιστορήματός της στις οικογενειακές σχέσεις, στον εξωτισμό και την ηδονική, σχεδόν παρακμιακή νωχέλεια των αποίκων στην εύθυμη αφρικανική κοιλάδα. Ούτε, απλώς, στις καταστροφικές συνέπειες της αποικιοκρατίας στον αφρικανικό λαό. Συμφύρει με ελκυστικό τρόπο, και ενίοτε με χιούμορ, την ιστορία της Ευρώπης εκείνων των χρόνων με την επέλαση των Δυτικών στη Μαύρη Ήπειρο και την ανθρώπινη φύση. Κάτω από τον ανελέητο αφρικανικό ήλιο, οι πολιτισμικές αλλά και αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ λευκών και μαύρων συνυπάρχουν με τη διαφθορά, τον οπορτουνισμό, τις κοινωνικές και θρησκευτικές προκαταλήψεις, το χάσμα θρησκευόμενων και άθεων, εξουσιαστών και δούλων.
Προς το τέλος του βιβλίου η συγγραφέας μας φέρνει, αριστοτεχνικά, αντιμέτωπους με την παρακμή της βρετανικής αυτοκρατορίας και την αδυναμία του ανθρώπου ν’ αναμετρηθεί με τον εαυτό του, τη φύση, την ευτυχία και το χρόνο που περνά. «Δεν είναι εύκολο να παρηγορηθεί κανείς» μας υπενθυμίζει στη δύση του δικού του βίου ο Ευγένιος Σταμπς, «οι περισσότεροι άνθρωποι παραμένουν απαρηγόρητοι σε όλη τους τη ζωή».
ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΚΑΡΟΥΖΑΚΗ


«Σ’ αυτό το βιβλίο όλα είναι αληθινά, τίποτα όμως δεν είναι βέβαιο» μας προειδοποιεί η Σώτη Τριανταφύλλου στο νέο της μυθιστόρημα (Λίγο από το αίμα σου, Πατάκης). Τι θέλει, άραγε, να πει; Νομίζω ότι βρίσκω την απάντηση στο τέλος του βιβλίου, στην 388 σελίδα: «ακόμα και η πιο αριστοτεχνική γραφή αφήνει κενά, ρωγμές και χάσματα μέσα από τα οποία η πραγματικότητα έρπει, αστράφτει και τινάζεται ο κόσμος είναι όπως είσαι εσύ ο ίδιος». ʼρα, η πραγματικότητα θάλλει στις ρωγμές, στα χάσματα της γραφής. Αλλά αν η πραγματικότητα, αν ο κόσμος είμαι εγώ ο ίδιος, πώς να δω (με τι βλέμμα) το «μη ίδιο», το άλλο, τον άλλο, τους άλλους; Από από-σταση ή ως υπό-σταση, αποστασιοποιημένος –εκτός του κόσμου- ή υποστασιοποιημένος –εντός του κόσμου-; Πώς, λοιπόν, να «δω» το μυθιστόρημα της Σώτης; Εκ των έσω, με όλη την υποκειμενικότητα για έναν άνθρωπο και συγγραφέα που αγαπώ και εκτιμώ, ή απ’ έξω, ως δήθεν αντικειμενικός κριτής-αυθέντης; Αποφασίζω ότι τα ερωτήματα είναι ψευδή και συνεχίζω. Πως, λοιπόν, να προσεγγίσω το «λίγο από το αίμα σου», ως μία ανατομία της βρετανικής αποικιοκρατίας, ως μία ανατομία του «άγιου μίσους» -των δεξιών και των αριστερών φονταμενταλισμών- ή ως μία σάγκα αποικιοκρατών που αδυνατούν να ερωτευτούν πραγματικά (όσοι μπορούν και ερωτεύονται, τα αισθαντικά πλάσματα του εράν πεθαίνουν, όπως η Μπέθανυ); Αποφασίζω ότι ο καθένας επιλέγει να διαβάσει ανάλογα με το βλέμμα του, ανάλογα με τον κόσμο του, ανάλογα με αυτό που είναι ο ίδιος. Σκέφτομαι, όμως, ότι ενδέχεται αυτή η επιλογή, το «βλέμμα» του αναγνώστη να έχει υποβληθεί, να έχει κατασκευαστεί από τους κατασκευαστές του σύγχρονου γούστου και των πλυντηρίων. Γι’ αυτό αποφασίζω να ακολουθήσω τη λεγόμενη πρόθεση της συγγραφέως μέσα στις ρωγμές και στα λαγκάδια, που προϋποθέτουν τις «βουνοκορφές», τα μεγάλα πάθη, που με τη σειρά τους είναι το καύσιμο του κινητήρα, του δόλου της ιστορίας. Τι θέλει, λοιπόν, να μας πει η Σώτη; Η διατύπωση του ερωτήματος με οδηγεί και πάλι σε μία παρέκβαση. Ίσως γιατί έχω μάθει να «πλαγιοκοπώ», να ακολουθώ σκολιές ατραπούς. Ίσως γιατί η Σώτη είναι από τους ελάχιστους πλέον που επιμένουν στη γραφή της «παρέμβασης», που δεν αποδέχονται τη λογοτεχνία ως αμιγώς αισθητική απόλαυση, ως μία τεχνολογία της εξουσίας, αλλά ως κριτική των λογής εξουσιών. Εδώ η λογοτεχνία δεν εκκινεί από το «πως λέγεται κάτι», αλλά από το «κάτι», από το «τι». Το «πως» ακολουθεί. Ναι, οι αποικιοκράτες, αυτοί που «μεταφυτεύτηκαν» σ’ ένα κλίμα που δεν τους σήκωνε και ξεφλούδιζε το δέρμα τους, αυτοί που οι δικές τους ελευθεριότητες προϋπέθεταν την τάξη των «αποκάτω» δεν ήταν χωρίς αισθήματα. Μόνο που τα αισθήματα αυτά οργανώνονταν και κανοναρχούνταν από μία συγκεκριμένη θρησκευτική πίστη, που ο πυρήνας της ήταν το «άγιο μίσος». Γι’ αυτό ο έρωτας ήθελε αίμα (λίγο από το αίμα σου) για να τραφεί, ακριβώς όπως και η αποικιοκρατία. Η Τριανταφύλλου δεν περιορίζεται ασφαλώς σ’ αυτή την κοινοτοπία. Αντιθέτως, προσεγγίζει τις αποχρώσεις, τις διαφορές των αριστοκρατών και της θρησκευτικής τους πίστης με τους ανερχόμενους πλην «άπιστους» βρετανούς της εμπορικής τάξης. Εδώ ισχύει ενδεχομένως η διάκριση της Κρίστεβα για τους ξένους (πιστοί και είρωνες). Αλλά η συγγραφέας δεν περιορίζεται στην αποικιοκρατική εξουσία και τις συνέπειές της αλλά επεκτείνει την κριτική της και στην «επαναστατική εξουσία». Η απάντηση των σκλάβων στην αποικιοκρατική εξουσία ήταν ομοιομερής και ομοιότροπη, είχε το ίδιο ύφος και χρησιμοποίησε τους ίδιους τρόπους με αυτούς των πρώην αφεντικών: «…οι επαναστάτες δεν ελάφρυναν το φορτίο της τυραννίας… άλλαζαν απλώς τον ώμο που το κρατούσε…». Τόσο οι αποικιοκράτες, ακόμη και οι ιεραπόστολοι, όσο και οι επαναστάτες «είχαν το μυαλό ενός μονόφθαλμου λαγού». Και τούτο γιατί δεν ήταν καθόλου εξελιγμένοι. Γιατί «ζούσαν μια ζωή χωρίς έρωτα». Να, λοιπόν, το κριτήριο της ανθρώπινης εξέλιξης, ο έρωτας. Από την άλλη πλευρά, η πίστη είτε η θρησκευτική του Ιερώνυμου είτε η πολιτική του Φίλιπς , η πορφύρα και το τζάκετ είναι οι όψεις του ίδιου νομίσματος. Γιατί και η πίστη του Φίλιπς (του επαναστάτη μπάτλερ που περνούσε πάντα «ξυστά από τα σφάλματα») δεν ήταν λιγότερο αιμοβόρα καθώς στον ισπανικό εμφύλιο «οι Δημοκρατικοί, οι «Καλοί», κατά τον Φίλιπς, ανάγκαζαν τους Καθολικούς παπάδες να σκάβουν τους λάκκους τους κι έπειτα τους έθαβαν ζωντανούς…». Η επανάσταση, συνεπώς, ήθελε κι αυτή «λίγο από το αίμα σου». ʼρα, κάτω οι πίστεις. Ή αλλιώς ζήτω οι άπιστοι, οι απάτριδες, οι «είρωνες». Αλλά προπάντων ζήτω τα ερωτευμένα υποκείμενα της δαπάνης, όπως η μικρή Μπέθανυ. Και επειδή «όλα είναι αληθινά» και επαναλαμβανόμενα και τότε όπως και σήμερα ο Ευγένιος(κι εδώ το όνομα κάτι σημαίνει, όπως και το Ιερό-νυμος) ήθελε να πει στη Λύντια ότι «ο έρωτας, οι προγαμιαίες σχέσεις, όλα αυτά, δεν είναι θανάσιμες αμαρτίες παρά τους ισχυρισμούς των παπάδων…». Για να θυμηθούμε και τα «περί πορνείας» της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας. Αλλά επανέρχομαι στο «όλα είναι αληθινά, αλλά τίποτα δεν είναι βέβαιο», που, τελικά, νομίζω ότι φωτίζεται από άλλη οπτική γωνία στη σελίδα 216: «Στην Αφρική κάτι που είναι αλήθεια την αυγή είναι ψέμα το μεσημέρι». Οι Αμερικανοί Πραγματιστές (Πιρς, Τζέιμς και Ντιούη) έλεγαν να προετοιμαζόμαστε ώστε να δεχτούμε τη σημερινή αλήθεια (πίστη) ως το αυριανό ψεύδος. Δεν θα επεκταθούμε σ’ αυτό. Εξάλλου, τα ερεθίσματα που μας δίνονται είναι άπειρα. Θα μείνουμε απλώς στην «προσευχή» του Ευγένιου (συγγραφέας) που «ζητούσε να μη γίνει ποτέ άνθρωπος χωρίς ερωτηματικά…». Και ο συγγραφέας-καλλιτέχνης αν και δεν μπορεί να ερωτευθεί, δηλαδή να εξελιχθεί, παρ’ όλα αυτά εξελίσσεται, μετουσιώνοντας την αναπηρία του σε τέχνη, εκφράζοντας το θυμό του («είμαι ένα θυμωμένος άνθρωπος που πέρασε πολλά άδεια χρόνια χωρίς να αισθανθεί θυμό για κανέναν»), μισώντας όσους τον μισούν (αναγνώστη, κριτικό). Έτσι, το «μίσος» γίνεται όχι μόνο ο κινητήρας της ζωής αλλά και της τέχνης (γι’ αυτό η διαφάνεια του κακού, η εξαφάνισή του μας στερεί από την ενέργειά του-Μποντριγιάρ). Ο «καλός», δημοκρατικός συγγραφέας «θάβει» τους «κακούς»! Η ειρωνεία εδώ γίνεται ανατρεπτικός αυτοσαρκασμός. Όλα αυτά που μόλις σας περιέγραψα, δεν ξέρω αν πραγματικά τα γράφει ή τα υπαινίσσεται η Τριανταφύλλου μέσα στο άπειρο πλήθος των ρωγμών μέσα στις οποίες κρύβεται, ούτε ξέρω αν «είδα» πραγματικά το «αληθινό» πλην αβέβαιο χάσμα της. Ένα είναι βέβαιο, πως όσα είχα ανάγκη να δω, τα είδα. Έτσι διαβάζουμε με όσους συμφωνούμε. Η συμφωνία, βέβαια, είναι πληκτική, αντίθετα με τη διαφωνία και το «μίσος». Το ζήτημα είναι να κάνουμε και τη συμφωνία ενδιαφέρουσα, αναζητώντας τις αποχρώσεις και ζώντας τα «συν» της. Αλλά αυτό μπορεί να συμβεί μόνο μέσω του έρωτα…
ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ ΣΤΙΣ 6:48 ΠΜ