Title Image

Λέσχη Ανάγνωσης Βιβλιοθήκης Αετοπουλείου, Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

Λέσχη Ανάγνωσης Βιβλιοθήκης Αετοπουλείου, Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010





 

 


Αετοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο
Δήμου Χαλανδρίου
Φιλικής Εταιρείας & Τομπάζη 18
Τηλ.210 6820464
Ιστολόγιο (blog) http://www.labalib.blogspot.com/


  


ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΑΕΤΟΠΟΥΛΕΙΟΥ











































Για τον Σεπτέμβριο επιλέξαμε να διαβάσουμε:

 

«Ήλιος με δόντια» και «Η δεξιά τσέπη του ράσου» του Γιάννη Μακριδάκη

 

 (εκδόσεις: βιβλιοπωλείον της Εστίας)

 

 


 

 επόμενη συνάντηση της Λέσχης Ανάγνωσης,

 

 την Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010, ώρα 18:30

 

 στο Βιβλιοπωλείο «Μικρός Κοραής»


 


 (Παπάγου 7 & Αριστοφάνους,  τηλ. 210 6890 321)


 


 Μαζί μας ο συγγραφέας Γιάννης Μακριδάκης


 



 



 


Γιάννης Μακριδάκης


 


Σύντομο Βιογραφικό


O Γιάννης Mακριδάκης (akridaki@gmail.com) γεννήθηκε το 1971 στη Xίο και σπούδασε Mαθηματικά. Aπό το 1997, που ίδρυσε το Kέντρο Xιακών Mελετών με σκοπό την έρευνα, αρχειοθέτηση, μελέτη και διάδοση των τεκμηρίων της Xίου, οργανώνει τα ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα του Kέντρου, επιμελείται τις εκδόσεις του και διευθύνει το τριμηνιαίο περιοδικό Πελινναίο.
Έχει γράψει:
• Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι? όλοι. Xιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Mέση Aνατολή: Mαρτυρίες 1941-1946 (εκδ. K.X.M., Πελινναίο 2006, και προσεχώς από την Εστία)
• 10.516 μέρες: Iστορία της νεοελληνικής Xίου 1912-1940, ιστορικό αφήγημα (εκδ. K.X.M., Πελινναίο 2007).
• Tο πρώτο του μυθιστόρημα Aνάμισης ντενεκές (Eστία 2008) έχει κάνει μέχρι τώρα έξι εκδόσεις, ενώ κυκλοφόρησε τον επόμενο χρόνο (2009) και στα τουρκικά.
• Η νουβέλα του Η δεξιά τσέπη του ράσου (Εστία 2009) βρίσκεται ήδη στην Πέμπτη έκδοση.
• Τελευταίο του βιβλίο το Ήλιος με δόντια (Εστία 2010)



Κριτικές


Α. Ο Γιάννης Μακριδάκης σκιαγραφεί ένα συγκινητικό πορτρέτο.


Ευχάριστα ξάφνιασε δύο χρόνια πριν κριτικούς και αναγνωστικό κοινό ο 39χρονος σήμερα Γιάννης Μακριδάκης με το πρώτο του μυθιστόρημα «Ανάμισης ντενεκές». Εκεί, με την ντοπιολαλιά της πατρίδας του της Χίου εξιστορούσε την ζωή και τα πάθη ενός θρύλου του νησιού, του Γιώργη Πέτικα, ο οποίος εξαιτίας ενός εγκλήματος πάθους πέρασε στην παρανομία.
Στο επόμενο βιβλίο του, τη νουβέλα «Η δεξιά τσέπη του ράσου», έδειξε ότι μπορεί να γίνει ακόμη πιο πυκνός, διηγούμενος με φλέγμα και ευφάνταστες επινοήσεις την ιστορία του Βικέντιου και της ιδιαίτερης, μοναχικής (με τη διπλή έννοια) ζωής του. Με το φετινό «Ήλιος με δόντια» αποδεικνύει ότι κάθε άλλο παρά κομήτης ήταν. Τουναντίον: Δυσκολεύομαι να φέρω στο μυαλό μου άλλον νέο Έλληνα συγγραφέα ο οποίος μέσα σε μόλις τρία χρόνια να έχει εκδώσει τρία τόσο άρτια πεζογραφικά έργα.
Το «Ήλιος με δόντια» είναι καταρχάς η ιστορία ενός απόκληρου, ενός κατατρεγμένου της μικρής κοινωνίας της Χίου των αρχών του αιώνα, του Κωνσταντή. Εξαιτίας της έκδηλης θηλυπρέπειάς του, βρέθηκε από παιδί στο στόχαστρο της μικρής χιώτικης κοινωνίας, με αποτέλεσμα έντονη μοναξιά και συνεχείς ταπεινώσεις. Η μάνα του, στάθηκε μεν δίπλα του, ωστόσο χάθηκε σχετικά πρόωρα. Έτσι, ο Κωνσταντής  βρέθηκε άτυπα υιοθετημένος από τον «μαστρο-Μιμάκη», άντρα οικογενειάρχη με τον οποίο η μητέρα του συνδεόταν ερωτικά. Μονάχα οι «παστρικές» του νησιού, που υφίστανται κι εκείνες παρόμοιους διωγμούς και εξευτελισμούς, πρόσφεραν λίγη περισσότερη θέρμη σε αυτό το αγόρι που έμοιαζε με κορίτσι. Ωστόσο, τα λίγα αυτά ψίχουλα αγάπης δεν θα είναι αρκετά: Ο Κωνσταντής θα βυθιστεί στην τρέλα, ειδικά μετά την απώλεια του ενός και μοναδικού του αγαπημένου και προστάτη του, του Αποστόλη.
Κι έτσι περνάμε στο δεύτερο πλάνο της ιστορίας μας, το ιστορικό γεγονός της αεροπορικής επίθεσης της βρετανικής αεροπορίας ενάντια στο σουηδικό πλοίο Wiril που είχε αγκυροβολήσει στο λιμάνι της Χίου τον Φεβρουάριο του ΄44 για να μεταφέρει τρόφιμα στους χειμαζόμενους από τον λιμό κατοίκους. Σε αυτή την –αναιτιολόγητη εν μέρει– επίθεση σκοτώθηκαν δεκάξι άνθρωποι ενώ κοντά εξήντα τραυματίστηκαν. Μεταξύ των νεκρών –περνάμε πάλι στη μυθοπλασία– ο αγαπημένος Αποστόλης.
Το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας μας την εξιστορεί, σε πρωτοπρόσωπη, προφορική και τεθλασμένη αφήγηση, ο ίδιος ο Κωνσταντής. Με γλώσσα που περιέχει κάμποσους χιώτικους ιδιωματισμούς, χωρίς ωστόσο να είναι ντοπιολαλιά, και με πολλά χρονικά πήγαινε έλα, αναπαρίσταται με θαυμάσια γλαφυρότητα και ακρίβεια η ζωή στο λιμάνι του νησιού, από τη δεύτερη δεκαετία του 20υ αιώνα μέχρι και την ημέρα του βομβαρδισμού. Έχοντας στέρεα γνώση της ιστορίας του νησιού, ο Μακριδάκης κεντάει στις περιγραφές του, βάζοντας τις απαραίτητες πινελιές ώστε ο πίνακας να είναι μεν πλήρης, αλλά κοντά στην ανθρώπινη κλίμακα. Λασπουριά, φτώχεια, ποντίκια, ταλαίπωροι πρόσφυγες που έρχονται κατά κύματα από την Ανατολή, δίνουν την εικόνα ενός τόπου που δεν ησυχάζει ποτέ, στο μάτι του κυκλώνα της Ιστορίας.
Το βιβλίο συμπληρώνεται με δύο ακόμη αφηγήσεις: Η μία ανήκει στον ετεροθαλή αδελφό του Κωνσταντή, τον Νικόλαο, ο οποίος ήταν και ο αυτήκοος μάρτυρας των παραληρηματικών αφηγήσεών του. Η άλλη, η τρίτη και συμπληρωματική αφήγηση, ανήκει στον εγγονό του τελευταίου, ο οποίος «μπαλώνει», με την απόσταση του χρόνου, κάποια κενά στην τραγική ύπαρξη του Κωνσταντή.
Το «Ήλιος με δόντια» συγκεντρώνει ασυνήθιστα πολλές αρετές: Κατασκευαστική αρτιότητα, ιστορική ακρίβεια και πληρότητα, ζωντανοί, παλλόμενοι και πρωτότυποι χαρακτήρες, βιωμένος ουμανισμός που δεν είναι ούτε προσχηματικός ούτε καταναγκαστικός αλλά προκύπτει μέσα από την υπεράσπιση των προσώπων. Οι χαρακτήρες αντιμετωπίζονται από τον συγγραφέα με ιερότητα, σεβασμό, βαθιά συμπόνια και πάντοτε μέσα στο ιστορικό τους πλαίσιο. Οι αλλαγές προοπτικής προκαλούν κύματα αναγνωστικής απόλαυσης, εύστοχα βαλμένες καθώς είναι στον αφηγηματικό καμβά.
Εν κατακλείδι: Ο Μακριδάκης έχει επιτύχει όχι μονάχα να γράψει τρία πολύ καλά πεζογραφικά έργα, αλλά και το κάθε ένα να είναι ωριμότερο, εναργέστερο, σοφότερο από το προηγούμενο. ʼλλοι συγγραφείς της ηλικίας του κομίζουν προβληματισμούς που αναπτύσσονται τα τελευταία χρόνια στη Δύση, άλλοι είναι πιο καινοτόμοι στους τρόπους τους, πιο εξεζητημένοι στα θέματά τους. Ωστόσο, ο Μακριδάκης έχει ένα μοναδικό ατού: Δεν αστοχεί σε κανέναν από τους στόχους που θέτει. Κι αφού στη λογοτεχνία (όπως και στη ζωή), το αποτέλεσμα είναι τελικά που μετράει, το λιγότερο που μπορούμε να ισχυριστούμε γι’ αυτόν είναι ότι μεταξύ των Ελλήνων συγγραφέων που δεν έχουν ακόμη πατήσει τα σαράντα δεν έχει το ταίρι του.
Αναρτήθηκε από Κώστα Κατσουλάρη
Δευτέρα, 26 Απριλίου 2010 12:03


Β.
Ο Βικέντιος είναι ένας καλόγερος, που έχει μείνει ολομόναχος σ’ ένα μοναστήρι στην Χίο, αφού όλοι οι υπόλοιποι μοναχοί έφυγαν λόγω γήρατος. Ο ίδιος μπήκε στο μοναστήρι όταν ήταν 17 ετών και στα 40 του, μοναδική του συντροφιά είναι μια σκυλίτσα η Σίσσυ. Ο Βικέντιος ζει από κοντά το ζευγάρωμα της σκυλίτσας του και αμέσως μετά βάζει στην τσέπη του 60 φουντούκια. Κάθε μέρα τρώει και από ένα για να ξέρει πότε να περιμένει την γέννα…


Το βράδυ που ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος αφήνει την τελευταία του πνοή, η Σίσσυ γεννάει τρία κουταβάκια, αλλά αμέσως μετά πεθαίνει. Ο Βικέντιος βιώνει την απώλεια σαν να έχει χάσει έναν δικό του άνθρωπο, πενθεί και παράλληλα προσπαθεί να σώσει έστω κι έναν διάδοχο…. Ένα-ένα όμως τα σκυλάκια πεθαίνουν και ο Βικέντιος τα θάβει δίπλα στην μητέρα τους. Το τελευταίο θα το βάλει στην δεξιά τσέπη του ράσου του για να το έχει πάντα μαζί του, να το προσέχει κάθε στιγμή, να βάζει το χέρι του και να νιώθει την ζεστή μικρή ανάσα στα ακροδάχτυλά του. Ο θρήνος για τον Αρχιεπίσκοπο και η κούρσα της διαδοχής του, βιώνονται μπερδεμένα με τον θρήνο για την Σίσσυ και τον αγώνα για την επιβίωση του διαδόχου…


Έντονα σημειολογική η νουβέλα αυτή, που μπορεί να μην έχει τις ανατροπές ενός μυθιστορήματος, αλλά θα σας κάνει να μην μπορείτε να το αφήσετε από τα χέρια σας, μέχρι να δείτε πού θα καταλήξει ο αγώνας του Βικέντιου. Έπιασα τον εαυτό μου, να αγωνιά για την τύχη των κουταβιών και κυρίως για του τελευταίου, κατανοώντας πόσο μεγάλη σημασία είχε για τον ήρωα που με είχε κερδίσει από τις πρώτες σελίδες. Για μένα, κορυφαία ίσως στιγμή, είναι εκείνη που ο Μάρκος, ο άνθρωπος που προμήθευσε την σκυλίτσα στον μοναχό, όταν την βλέπει πεθαμένη, την παίρνει να την πετάξει στην θάλασσα. Ο Βικέντιος δίνει αγώνα μαζί του για να του την αποσπάσει και παρακολουθούμε τον τρόπο που την θρηνεί, την νεκροστολίζει και τελικά την θάβει κάτω από την σημαία. Και μόνο τότε κατεβάζει την σημαία μεσίστια, όχι πια για τον Αρχιεπίσκοπο όπως οφείλει, αφού αυτές τις εντολές έχει,  αλλά για την Σίσσυ του… Απίστευτα τρυφερή αυτή η νουβέλα, είναι στιγμές που γίνεται συγκινητική και σας τη συστήνω ανεπιφύλακτα. Είναι κάτι διαφορετικό, αλλά όμορφο, ζεστό και απαλό για την ψυχή…. Ο φόβος του Βικέντιου για την μοναξιά είναι ο φόβος που όλοι έχουμε γι αυτήν και ίσως όλοι στην δεξιά  τσέπη του μυαλού μας, να έχουμε κάτι για να την σπρώχνει μακριά….


Αναρτήθηκε από ΛΕΝΑ ΜΑΝΤΑ στις 5:00 μ.μ.