Title Image

Τα ποιήματα του Β’ διαγωνισμού ποίησης

Τα ποιήματα του Β’ διαγωνισμού ποίησης

ΓΙΑ ΜΕΛΗ ΤΩΝ ΚΑΠΗ ΑΤΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ

Δημοσιεύονται τα ποιήματα των ποιητών και ποιητριών που έλαβαν μέρος στον Β’ Διαγωνισμό Ποίησης που οργάνωσαν τα ΚΑΠΗ Χαλανδρίου στον Απρίλιο-Μάιο 2018 για τα μέλη των ΚΑΠΗ της Περιφέρειας Αττικής.
Αρχικά δημοσιεύονται τα τρία ποιήματα που βραβεύτηκαν σε τελετή που έγινε στο πλαίσιο του  Τρίτου Καλλιτεχνικού Φεστιβάλ Τρίτης Ηλικίας στις 6 Ιουνίου 2018. Ακολουθούν όλα τα ποιήματα  με αλφαβητική σειρά των επωνύμων των ποιητών/ποιητριών.
Την  Κριτική Επιτροπή του Διαγωνισμού αποτελέλεσαν οι: Γιάννης Θωμόπουλος καλλιτέχνης,  Φραγκίσκος  Κρουζίνσκυ  συγγραφέας,  Φωτεινή Νικολαΐδου φιλόλογος-ποιήτρια, Αθανάσιος Συντέτας αρθρογράφος και Ελένη Χαραλάμπους φιλόλογος, οι οποίοι /ες κατά τη διάρκεια της τελετής αιτιολόγησαν και την επιλογή τους.

Α’  ΒΡΑΒΕΙΟ
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ:   ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ
ΚΑΠΗ Χαϊδαρίου

ΠΑΡΚΑΡΙΣΕΣ

Παρκάρισες, στον δρόμο της ζωής,
Κλειδώθηκες καλά στον εαυτό σου,
Θυμάσαι, πού και πού κάποιες χαρές,
Γεμίζοντας μ’ όνειρα το κενό σου.

Στην ερημιά σου τώρα πλέον ζεις,
Θαρρείς πως τούτο είναι για καλό σου,
Το τέλειο που έψαχνες να βρεις,
Εφιάλτης σου ‘γινε, για πάντα στο μυαλό σου.

Σουρούπωσες σε μαύρο ουρανό,
Ψάχνεις να βρεις τ’ αστέρια μοναχός σου,
Χωρίς παρέα βρέθηκες μες στο κενό,
Και να γνωρίσεις προσπαθείς τον εαυτό σου.

Τον εαυτό σου πού ‘καμες θεό,
Και του ‘φτιαξες το θρόνο της απάτης,
Τον τάισες με μπόλικο, μα ψεύτικο εγώ,
Και  θέριεψε  και σου ‘γινε δυνάστης.

Με σύρμα έφραξες αγκαθωτό,
Το είναι σου, κανείς μην στο πειράξει,
Και στα στερνά σου  τώρα προσπαθείς,
Όλο τον βίο σου, να βάλεις σε μια τάξη.

Ψευδώνυμο: PANAS MAINALIOS

Β΄ ΒΡΑΒΕΙΟ
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΚΑΛΛΙΤΣΑ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ – ΤΣΙΑΚΑ
ΚΑΠΗ Πεύκης

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΔΙΕΞΟΔΟ

Κλεισμένοι στα κάγκελα
Χάσαμε τον δρόμο της φυγής
Στα κλειστά παράθυρα
Λιγόστευε το φως,
Σκοτείνιαζε,
Η πυγολαμπίδα χαροπάλευε
Και μεις στα κάγκελα
Αναζητώντας διέξοδο
Σηκώσαμε τα χέρια
Και αγκαλιάσαμε το κενό.

Ψευδώνυμο: ΔΑΦΝΗ

Γ΄ ΒΡΑΒΕΙΟ
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΓΙΑΝΝΑΔΑΚΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
Α’ ΚΑΠΗ  Αγίας Βαρβάρας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ

Οι άνθρωποι τα χάσανε δεν ξέρουν τι να κάνουν
Πυραύλους και ατομικές σπουδάζουν για  να φτιάχνουν

Ήθελα εγώ να ήμουνα, τον κόσμο ν’ αφεντεύω
Μαύρους, λευκούς και κίτρινους όλους να συντροφεύω

Ανάθεμα στους αίτιους που μας ανακατεύουν
Την πείνα και τη δυστυχιά αυτοί μας τηνε φέρνουν

Να πέσει απ’ τον ουρανό φωτιά να τουςε κάψει,
Αυτούς που τον σκαλίζουνε τον πόλεμο ν΄ ανάψει

Έτσι μετά το τέλος τους η γη θα γαληνέψει
Θα φτιάχνει μόνο τρόφιμα τον κόσμο για να θρέψει

Όλοι της γης μας οι λαοί αδέρφια θε να γίνουν
Και της ειρήνης το πιοτό όλοι μαζί θα πίνουν

Θα κάτσουνε όλοι μαζί κι όρκο πιστό θα κάνουν
Για την γαλήνη των λαών μόνο αυτό θα φτιάχνουν

Τα όπλα τα πολεμικά όλα θα μαζευτούνε
Και μες στις υψικάμινους εκεί θα ξαναμπούνε

Να βγάζουν μηχανήματα μόνο για την ειρήνη
Να χαίρονται όλοι μαζί χαρά και τη γαλήνη

Οι πέντε ήπειροι της γης με τα πολλά τα κράτη
Όλα μαζί να ενωθούν και να ‘χουν έναν χάρτη

Γιατί σε ένα χειμαδιό που είναι πολλά κοπάδια
Φαγώνονται οι τσοπάνηδες και γίνονται ρημάδια

Γι’ αυτό κι εμείς πασχίζουμε όλοι να ενωθούμε
Εχθροί να μην υπάρχουνε στον κόσμο όπου ζούμε.

Ψευδώνυμο: Ο ΒΟΥΒΙΑΝΟΣ

Ακολουθούν τα ποιήματα με αλφαβητική σειρά των ονομάτων των ποιητών /τριών

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΑΛΕΣΤΑ
ΚΑΠΗ Κάτω Χαλανδρίου

Η  ΓΙΑΓΙΑ

Στης ζωής τον ατελείωτο δρόμο,
Που κανένας δεν ξέρει να πει,
Πότε η μοίρα θα φέρει τον πόνο
Ή το νόημα της ζωής θα κοπεί,

Μια γιαγιά κυρτωμένη απ’ τα χρόνια
Και με βλέμμα θλιμμένο πολύ
Το παιδί της προσμένει απόψε,
Καθισμένη κοντά στην αυλή.

Βυθισμένη σ’ απόμακρες μνήμες,
Στον παλιό εκείνον καιρό,
Τους διαβάτες ρωτάει του δρόμου,
Μήπως είδαν το δικό της το γιο.

Κι αν εκείνοι απαντήσουν με νεύμα.
Πως ο γιος της είναι καλά,
Το χαμόγελο ανθίζει στα χείλη
Κι είναι όλη γεμάτη χαρά

Μα αν τύχει να πούνε σ’ εκείνη,
Πως ο γιος της θ’ αργήσει να ‘ρθει,
Μαραζώνει και κλαίει με πόνο,
Που ραγίζει όλη τη γη

Στο χαμόσπιτο μπαίνει κρυμμένη
Τη φωτιά της συμπάει νευρικά,
Την επόμενη μέρα προσμένει,
Το παιδί της να έρθει ξανά.

Ψευδώνυμο: ΕΙΡΗΝΗ

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: AΛΕΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΚΑΠΗ Κάτω Χαλανδρίου

Η ΔΑΦΝΗ

Στου δάσους τις ανηφοριές,
Στης ρεματιάς τις βρύσες,
Στου ποταμού τις αμμουδιές
Στης εκκλησιάς τις ρούγες,
Εκεί με φύτεψε ο Θεός
και μ’ έκανε νεράιδα

Είμαι η Δάφνη η ξακουστή
Του Απόλλωνα η αγάπη,
Του έρωτα παιχνίδιασμα
Και των νυμφών στολίδι,
Του λόγγου η βασίλισσα
Και των Βαγιών η δάδα.

Μοσχοβολούνε τα βουνά
Από το άρωμά μου
και  στων σπιτιώνε τις αυλές
Ακούω το όνομά μου.

Οι κλάδοι μου στολίζουνε
Ηρώων τα κεφάλια,
Τα μοσχομύριστ’ άνθη μου
Ανθρώπινα κουφάρια.

Τα φύλλα μου αποτελούν
Των ιατρών βοτάνι.
Των φαγητών καρύκευμα,
Των  αθλητών στεφάνι.

Μεγάλη είναι η δόξα μου
Μεγάλη κι η τιμή μου
Και των ανθρώπων η χαρά
Παντοτινή μαζί μου

Ψευδώνυμο: ΑΧΕΛΩΟΣ

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΦΙΛΙΩ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ
Γ’  ΚΑΠΗ Αγίων Αναργύρων

Η ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ

Γλυκό τραγούδι λέγανε
Αγγέλοι και σε πλάθαν
Τα δάχτυλα του Πλάστη μας
Και ΕΥΑ σε φωνάζαν

Όνειρο, σάρκα, γένεση
Δόξα, αγάπη, ελπίδα
Νοημοσύνη, ομορφιά
Και σύνεση και φρόνηση
Έμπνευση κι ευτυχία
Πόθος, χαρά και έρωτας
Της ηδονής σημάδια
Αυτά ήταν που στόλιζαν
Τα πλάνα σου τα μάτια

Μόλις σε είδε ο πλάστης μας
Σου ‘δωσε την πνοή του
Κι ευλόγησε το έργο του
Που ήταν η ύπαρξή Του!

Και πριν η νύχτα απλωθεί
Της έβδομης ημέρας
Κλείδωσε τον παράδεισο
Κοιτάζοντας εσένα

Γυναίκα! αναφώνησε
Είσαι μορφή ζωής μου
Συνέχισε το έργο μου
Είναι η παράκλησή μου

Ψευδώνυμο: Beautiful

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΒΙΕΡΟΥ
Α’ ΚΑΠΗ Κερατσινίου

ΟΙ ΡΙΖΕΣ

Άνθρωπος χωρίς ρίζες δέντρο που μαραίνεται
Και κάθε πρόσφυγας έτσι νιώθει όταν ξεριζώνεται
Κι οι δικοί μου ξεριζωθήκανε από τα χώματά τους
Χάσανε τα σπίτια τους, χάσανε τα καλά τους
Και πρόσφυγες γινήκανε χωρίς καμιά ελπίδα
Στον τόπο που χρόνια ονόμαζαν «Μεγάλη τους πατρίδα»
Οι φίλοι γίνηκαν εχθροί, και τους απαρατήσαν
Αφού τις συμφωνίες τους ποτέ δε τις κρατήσαν
Τα πλοία τους αδειάσανε  στου λιμανιού την άκρη
Και έρμοι αβοήθητοι έμειναν, διωγμένοι εκεί  μονάχοι
Μονάχοι δίχως στήριγμα, βρόμικοι πεινασμένοι
Κι από τους άλλους  Έλληνες συχνά κατατρεγμένοι
Κι αυτοί με θλίψη ψάχνανε γύρω τους για να βρούνε
Τις ομορφιές που αφήκανε και δεν θα ξαναδούνε
Μα τι να πρωτοθυμηθούνε;
Τ’ αμύγδαλα, τα μήλα, τα καρύδια,
τις πεζούλες σε σειρές με ροζακιά σταφύλια,
τα μποστάνια ολόγεμα με ζαρζαβατικά
μπαλκόνια, που στολίζονταν από κατιφέδες και μυρωδικά…
Αναμνήσεις που ‘φερναν γλύκα στην καρδιά
νόμιζα πως τα έβλεπα όλα αυτά μπροστά μου
και γέμιζαν ρετσέλια, γλυκά του κουταλιού ως και τα όνειρά μου
Δεν μπόραγε η γριούλα μου ποτέ της τα ξεχάσει…
Όποιος ξένος ετύχαινε εκεί να ξαποστάσει
Τον πεύκο που έκανε στην αυλή τρανή σκιά
Και για παιχνίδι μάζευε γύρω του τα παιδιά
Αλλά και την τζιτζιφιά που απ’ τα τζίτζιφά της
Θυμότανε που κάθουνταν σιμά στο παραθύρι
Και το καΐκι πέρμενε που θα ‘φερνε τον κύρη,
τον πάππο μου που αρμένιζε στα πέλαγα μ΄ άλλους ναύτες μαζί.
Παλεύοντας με τα κύματα για μια ψαριά χρυσή
Μιλώντας τα χαιρότανε και το ‘χε περηφάνια
Που ‘γινε μεγαλογυρά κι ας βγήκε απ’ την ορφάνια
Μα ξάφνου με μια μολυβιά σβηστήκαν όλα τα καλά
Και πρόσφυγες βρεθήκανε σε φτωχομαχαλά
Κάτω όμως δεν το βάλανε και με βαθιά ψυχή
Έβαλαν τα θεμέλια για μια καινούργια αρχή
Όμως ποτέ δεν ξέχασαν το Εγγλεζονήσι τους, το όμορφο νησί τους
Αφού κρυμμένο το ‘χανε βαθιά μες στη ψυχή τους
Και όταν αξιωθήκανε να πάρουνε ένα οικοπεδάκι
Πεζούλες μ’ αμπέλια κάνανε να φύγει το μεράκι
Η γιαγιά με το όνομα την λέγαν Ζαχαρούλα
Συνέχισε να φτιάχνει μεζέδες, ρετσέλια και μουσταλευριές
Που οι μυρωδιές τους τρέλαιναν τις γύρω γειτονιές
Κι όλοι οι γείτονες ένα είχαν να πούνε
Μερακλήδες σαν τους πρόσφυγες δεν θα ξαναβρεθούνε
Γιατί και μη προς κακοφανισμό τους
Τέτοιους μεζέδες δεν είχαν δει, ούτε στ’ όνειρό τους.
Πώς να ξεχάσεις λοιπόν τα λόγια πού ‘λεγε η γιαγιά
Τις θύμησες που είχαν χαρές, μα είχανε και λύπες
Η νόνα μου σαν παραμύθι τα διηγότανε μέσα από την καρδιά της
Γι’ αυτό πρέπει να μάθουνε και τα δισέγγονά της
Οι μνήμες της δεν πρέπει να ξεχαστούνε
Γιατί έτσι σίγουρα κι οι ρίζες θα χαθούνε
Από μικρή το ‘λεγα  -το λέω και θα το λέω-
Είμαι περήφανη που πρόσφυγες είναι οι προγονοί μου
Και θέλω να είναι περήφανοι και οι απόγονοί μου
«Οι Μικρασιατικοί λαοί είναι γαλάζιο πέλαγος –γαλάζιος ουρανός,
Στο ‘να δελφίνια κολυμπούν κι όμορφα ψαροπούλια
Στ’ άλλο δίνουν λάμψη και φως ο Αυγερινός και η Πούλια»

Αφιερωμένο στους αγαπημένους που ‘φύγαν και δεν θα ξεχαστούν ποτέ!

Ψευδώνυμο: Χρυσούλα Βιέρου

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΡΟΥΜΠΙΝΗ ΒΟΛΑΝΑΚΗ
Δ’ ΚΑΠΗ  Αγίου  Δημητρίου

ΑΝΘΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ

Άνθισε ο σταυρός κρίνα του παραδείσου,
Και μοσχοβόλησε στη γη,
για δόξα του υψίστου.
Ο λόγος που σαρκώθηκε
από την Παναγία
και τώρα ενσαρκώνεται
σε κάθε μια καρδία.
Δανείστηκε τότε ο Θεός,
τη σάρκα απ’ τη Παρθένο
και τώρα ενοικεί
στη μήτρα της ψυχής

Πάλι ζητάει δανεισμό
να μοιραστείς μαζί του,
το είναι σου το σώμα σου
και η καρδιά δική του.

Μοιάζει ο ΛΟΓΟΣ σαν πουλί
που φεύγει και γυρνάει
ο λογισμός τ’ ανθρώπου σκοτεινιάζει
και όμως κουρνιάζει μέσα σου
η πέρδικα αυτή που δεν αποχωρίζεται,
φωλιάζει στην ψυχή,
γαντζώνεται και αναρριχά σαν φυλλωσιά ζωής
όπου το δέντρο φύεται ο λόγος της ψυχής.

Ψευδώνυμο: ΡΟΡΟ

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΗΛΙΑΣ ΠΑΡ. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Β’ ΚΑΠΗ  Κορυδαλλού

ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ

Στου Νικολή το μαγειρειό απόψε μαζωμένοι
Απόμερα σε μια γωνιά κοντά στο γιοματάρι,
Την ταβερνήσια μυρουδιά ρουφώντας καθισμένοι
Ακούγαμε τα χωρατά του γέρο ταβερνιάρη

Με λερωμένη του ποδιά στη μέση τυλιγμένη
Έπαιρνε τις παραγγελιές αργά χωρίς βιασύνη
Κεφάτος και με τη κοιλιά βαριά και φουσκωμένη
Κέρναγε προλαβαίνοντας όλους με καλοσύνη

Μας έστρωσε λαδόκολλα και απ’ τα χοντρά του χέρια
Ξεκρέμασε αραδιαστά για όλους μας ποτήρια
Πετώντας ανακατωτά πιρούνια και μαχαίρια
Να μάθει μας ερώτησε της όρεξης χαμπέρια

Φέρε σαρδέλα απ’ το κουτί κι ελιές απ΄ το βαρέλι
Σπάσε κρεμμύδι ολόδροσο και σκόρδο μυρωδάτο
Γέμισε και τη μισοκά από το κοκκινέλι
Και βάλε στο φωνόγραφο ζεϊμπέκικο κεφάτο

Να φτερουγήσουν οι πενιές στα χέρια του Τσιτσάνη
Παλιούς καημούς παλιές χαρές ξανά να θυμηθούμε
Βραχνά η φωνή του Πρόδρομου τους πόνους μας να γιάνει
Και σ΄ άλλους κόσμους και καιρούς για λίγο να βρεθούμε

Κέρνα και τον κρασοφονιά με τα ριχτά μουστάκια
Τα γλαρωμένα μάτια του ν’ ανοίξουν να μερώσει
Και να ξυπνήσουν μέσα του της νιότης τα μεράκια
Που της ζωής τα βάσανα του τα ‘χουνε πλακώσει

Να γίνει πάλι αρχοντονιός, ντελικανής, λεβέντης
Να ξαναρπάξει το σκοπό απ’ το συρτό τραγούδι
Και να πετάξει όλος δροσιά περίχαρος κι αφέντης
Μ’ ασίκικη περπατησιά και στο αυτί λουλούδι

Κι ας πιούμε το ψιλιάτικο τέρψη γλυκιά με κέφι
Μ’ ευχές για αγάπη και  καλή καρδιά … Για γεροσύνη…
Και ν΄ ακουστεί το τσούγκρισμα των ποτηριών σα ντέφι
Τρελής τσιγγάνας που φιλί χάρισμα δεν μας δίνει

Ψευδώνυμο: ΑΓΝΑΝΤΕΥΤΗΣ

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΕΛΕΝΗ ΔΕΓΛΕΡΗ
Ε’ ΚΑΠΗ Αγίου Δημητρίου

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ

Πρωί- πρωί κινήσαμε
Δεν είχε ξημερώσει
Βαλίτσες, τσάντες διάφορα
Τα είχαμε φορτώσει

Πάμε λιγάκι μακριά
Κάτω απ’ το κανάλι,
Τα Κύθηρα τα όμορφα
Θε’ να τα βρούμε πάλι

Σαράντα χρόνια πέρασαν
Που είχα ξαναπάει
Μ΄ έναν τρελό, τρελό Βοριά
που πάντα εκεί φυσάει

Κάνει τη θάλασσα άγρια
Τα κύματα αφρισμένα
Μα στο Καψάλι το κρυφό
Είναι γαληνεμένα!

Σαν το κοιτάς από ψηλά
Βλέπεις τις δυό του αγκάλες,
Την είσοδο απ’ το Νοτιά
Απανεμιές μεγάλες

Στ’ απόκρημνα τα βράχια τους
Εκεί κοντά στη μύτη,
Σαν έχει καθαρό καιρό
Θωρείς ως και την Κρήτη

Στη Χώρα όταν φτάσαμε
Περνάμε την καμάρα
Και λίγο προς τα δεξιά
Του Κάστρου την Πορτάρα

Σε μιαν απόκρημνη πλαγιά
Ήταν η Παλαιοχώρα,
Που ο Μπαρμπαρόσα έκαψε
Κι έσφαξε χρόνους τώρα

Όλα τα γυναικόπαιδα
Τους άντρες πήρε σκλάβους
Στο κάτεργο τους έβαλε μαζί
Άσπρους μαζί και  μαύρους

Ολημερίς κάναν κουπί
Το βράδυ ξαποσταίνουν
Μόνο ψωμί, μόνο νερό
Κι αυτοί αργοπεθαίνουν

Μα τώρα πέρασαν αυτά,
Πάμε για να χαρούμε,
Να δούμε χάρες του νησιού
Που δεν θα λησμονούμε

Γιατί η γλυκιά Ελλάδα μας
Έχει αυτή τη χάρη,
Κι ούτε λιθάρι, ούτε γωνιά
Κανείς δε θα μας πάρει!!!

Ψευδώνυμο: Κόρη του Μαγιού

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΔΕΡΕΜΠΕΗΣ
Α’ ΚΑΠΗ Ζωγράφου

ΑΙΓΑΙΟ ΠΕΛΑΓΟΣ

Πάνω σ΄ ένα τρικάταρτο με μικρό πανάκι κουρελάκι,
Μες  στο  Αιγαίο πέλαγος εγώ αρμενίζω
Το μέλλον και το παρελθόν μου με τρόμο αντικρίζω
Σε αχαρτογράφητα νερά με μια φελούκα ταξιδεύω
Να βρω απάτητη στεριά νυχθημερόν γυρεύω
Με το θαμπό μου κανοκιάλι
ούτε βουνό μπορώ να δω, ούτε ακτή, ούτε και περιγιάλι
Πάντα εισπράττω νοθευμένες υποσχέσεις
Τιμές και διακρίσεις που μου δίνουνε «Οι άλλοι»
Μόνη μου δύναμη, η σοροκάδα
Νιώθω σα ναύαρχος, ναυμάχος, σε μια παράξενη αρμάδα
Ναύτες δεν έχω. Πάντα μέσα σε σκοτεινή ερημιά σαλπάρω
Κι όταν τ’ αγριεμένα κύματα με απειλούνε
Τη μοναξιά μου να την πνίξουν δε μπορούνε
Καταμεσής στο πέλαγος γοργόνες  βγαίνουν και με χαιρετάνε
Τον Μεγαλέξανδρο να συναντήσουνε ζητάνε
Κι εγώ τους λέω ένα ψέμα που μοιάζει με αλήθεια
Πως θα τον δούνε πάνω σε άσπρο άλογο όπως στα παραμύθια

Τι κι αν δε μπορώ να φτάσω στην Ιθάκη
Τι κι αν τα Κύθηρα τα έχασα για πάντα
Σύμμαχο και βοηθό μου έχω τον Θεό τον Ποσειδώνα
Και τα δελφίνια του Αιγαίου που με ακολουθούνε πάντα
Που κουβαλούν στη ράχη τους τα των Ελλήνων όνειρα
Τροφή μου, η γλυκιά της θάλασσας αλμύρα
Πιοτό μου η δροσιά τ’ ανέμου και η κυματοπλημμύρα
Τα παιδικά μου όνειρα σε χαλασμένη πλάστιγγα  ζυγίζω
Με νοθευμένα, και ψεύτικα μέτρα και σταθμά
Στην άναρχη ζωή της κοινωνίας πάντα εγώ γυρίζω
Άφησα πίσω μου επιστήμες, μορφώσεις, και παραμορφώσεις
Και κάθε είδους ηθικές εκπτώσεις κι επιπτώσεις
Έτσι λοιπόν ακολουθώ μια αμφίβολη και ασαφή πορεία
Σαν γεγονός ασήμαντο που γράφεται σε απατηλή ιστορία,
Ένας φάρος που φωτίζει την Ελλάδα εδώ κι αιώνες
Κι εμένα πάντα φωτίζει απ’ τις Καβοκολώνες
Τον βασιλιά Αιγαία θα ζητώ να αναστήσω
Με το πανάκι μου το άσπρο, να τον εξαπατήσω
Όμως η Χίμαιρα από τα βάθη του ωκεανού,
Αγριεμένη θα ξυπνήσει  και γι’ αυτή μου την αποκοτιά θα καταλήξω
κι από το Μίνωα το γιο της Ευρώπης, προστασία θα ζητήσω
Με θάρρος θα του πω, πως είμαι ο μόνος
που τις σειρήνες του Οδυσσέα άκουσα χωρίς να είμαι καν δεμένος,
είμαι ένας ναυαγός ιδανικός και θαλασσοδαρμένος
Γι’ αυτό και είμαι άσημος, διάσημος, μικρός κι αδικημένος
Σ΄ όλο το Αιγαίο πέλαγος ελεύθερος γυρίζω
Στις ξεχασμένες αναμνήσεις της ζωής ξαναγυρίζω
Η χαλασμένη μου πυξίδα σαν ήρωα πολέμου,
στα τείχη και στα φρούρια της Τροίας
με ποντίζει με την πνοή τ’ ανέμου
Μπροστά στην ομίχλη του απραγματοποίητου ονείρου,
η  καταιγίδα με κατάμαυρο καιρό, είναι ένα άγγιγμα απαλό
Καθώς την Αχίλλειο πτέρνα του Αχιλλέα καταργώ
Μέσα στην απεραντοσύνη του πελάγου νοσταλγώ,
τα σήμαντρα της Αγίας Σοφίας να αφουγκραστώ
Χρόνο κι άλλο απ΄ τη ζωή μου, δεν είναι μπορετό να χάσω
Τις θάλασσες και τα βουνά, τους κάμπους μας και τα νησιά,
Της ένδοξης πατρίδας μου, με μια γιγάντια γαλανόλευκη
με τη βοήθεια των Ολυμπίων των Θεών, πασχίζω να σκεπάσω
Κι αν είναι ανάγκη να ταφώ μέσα στα βάθη του Αιγαίου,
Άγιο μύρο ας γίνει το ευλογημένο κυματάκι του που θα με σκεπάσει

Ψευδώνυμο: ΘΗΣΕΑΣ

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ:  ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ
Α’ ΚΑΠΗ Αγίων Αναργύρων

Η ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ

Η Χώρα έχει  προ πολλού πάρει την κατιούσα
και η άρχουσα τάξη πάντα και από παντού
είναι δυστυχώς και παντελώς απούσα
σε όποιον δρόμο και αν διαβείς συναντάς
και βλέπεις ανθρώπους λυπημένους
παραπατούν, μονολογούν δακρύζουν
και τριγυρνούν σαν τους χαμένους

Θεέ μου πώς καταντήσαμε την σήμερον ημέρα
οι περισσότεροι άνθρωποι να πεινούν
να κλαίνε, να μην έχουν πού να μείνουν
και η νεολαία να περπατά στην αβεβαιότητα
μέσα σε μια άθλια καθημερινότητα
στην αθλιότητα που ζούμε σήμερα
πρωταρχικό ρόλο παίζουν οι πολιτικοί
που μας έχουν κάνει έρμαιο του καθενός
με τον τρόπο που μας κυβερνούν

Μακάρι γρήγορα να έρθει η στιγμή
που ο κόσμος θα συνέλθει και από όλο αυτό
το κατρακύλισμα και την αβεβαιότητα
κάποτε ήρεμα και συνετά από αυτό
το τέλμα θα συνέλθει

Ψευδώνυμο: Μάρπη

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ
ΚΑΠΗ Τούφας Χαλανδρίου

ΤΡΕΙΣ ΔΡΟΜΟΙ

Τρεις πλατιοί μεγάλοι δρόμοι
Διασταυρώθηκαν μια μέρα
Τρία αδέλφια παν στα ξένα
Από την Ελλάδα πέρα

Γριά μάνα άφησαν πίσω
Μια γυναίκα ο πιο μεγάλος
Την καλή του αφήνει ο τρίτος
Και την αδελφή του ο άλλος

Τρεις μελιές φυτεύει η μάνα
Μες στον κάμπο τον πλατύ
Και η νύφη μία λεύκα
Αψηλή καμαρωτή

Πάει φυτεύει τρία σφεντάμια
Η αδελφή στη λαγκαδιά
Και η αρραβωνιασμένη
Μια μικρή τριανταφυλλιά

Δε γυρίζουν τρία αδέλφια
Κλαίει η μάνα στο καλύβι
Κλαίει η γυναίκα και το κλάμα
Από τα παιδιά της κρύβει.

Κλαίει και η αδερφή γυρίζει
Να τους βρει στη ξενιτιά
Πέφτει άρρωστη πεθαίνει
Η αρραβωνιαστικιά.

Δε γυρίζουν τρία αδέρφια
Τριγυρνούν στα ξένα ακόμη
Και γεμίζουν όλο αγκάθια
Τρεις πλατιοί, μεγάλοι δρόμοι

Ψευδώνυμο:  Αληθολόγος

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ:  ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΖΩΤΟΣ
ΚΑΠΗ Καναπίτσας  Νέου Ηρακλείου

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Το όνειρο ψάχνει  πατρίδα
Η αγάπη στις παλάμες φωτιά
Σκοτεινός της ζωής μας ο δρόμος
Σπαράζει μοναχή η καρδιά

Λουλούδια μαραμένα στο χώμα
Ευωδία τριγύρω παιδιών
Κακία και μίσος το πλήθος
Όνειρα σκλαβωμένων νεκρών

Άνθρωποι κελιά των αγγέλων
Σκονισμένη σκιά η ζωή
Η δροσιά απελπισία της ερήμου
Πεπρωμένο η σιωπή στην ψυχή

Η αγάπη λευκό περιλαίμιο
Ρόδο ξεχασμένης αυγής
Ναυαγός η νιότη της λήθης
Το τραγούδι ίσκιος ντροπής

Δάκρυα η βροχή του ουρανού
Δροσίζει  τα ράκη του κόσμου
Καπηλειό της φλόγας η αγάπη
Καίει τα χείλη του πόθου

Ψευδώνυμο: ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ
Β’ ΚΑΠΗ  Αγίου Δημητρίου

ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΕΚΕΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ

Πες μου παππού
Για τα παλιά εκείνα χρόνια
Αν στις αυλές σας
Υπήρχαν τότε αηδόνια

Της κατοχής τα χρόνια
Αν θυμάσαι
Που νηστικός τα βράδια
Να κοιμάσαι…

Παιδί μου η πείνα
Και το άγχος μου έφερνε ζαλάδα
Εμείς Αντίσταση κάναμε
Για μια ελεύθερη Ελλάδα

Τώρα οι Γερμανοί ξανάρθανε
Μας φέραν το μνημόνιο
Ίσως και να το έχουμε
Στις πλάτες μας αιώνιο

Την Ελλάδα θα την σώσουμε
Με νύχια και με δόντια
Οι νέοι θα παλέψουνε
Μαζί με τα γερόντια

Αν θυμηθούμε τον Κολοκοτρώνη
Διάκο, Κανάρη και Μιαούλη
Που τη ζωή τους έδωσαν
Για να μη γίνουν δούλοι

Έτσι κι εμείς με μια γροθιά
Θα τους κάνουμε όλους πέρα
Και πάλι θα φωνάξουμε
Όλοι μαζί ΑΕΡΑ!!!

Ψευδώνυμο: ΔΗΚΩ

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ
ΚΑΠΗ Βριλησσίων

ΣΑΣ ΞΕΓΕΛΑΣΑ

Τρέχω να προλάβω
Χωρίς να κοιτάζω πίσω μου
Τρέχω στο δρόμο της μοίρας μου
Γιατί μου ‘πανε πως πρέπει να ζήσω

Είσαι δυνατός τρέξε
Έχεις θάρρος,  τρέξε, τρέξε…
Μέχρι που το πίστεψα κι εγώ
Και τρέχω τη Ζωή να προλάβω

Ένα ανθρωπάκι δειλό και αδύναμο
Ένα ανθρωπάκι όπως τόσα άλλα
Που γελάει για να μην κλάψει
Ένας παλιάτσος είμαι!

Αν είχα το θάρρος θα είχα κόψει το νήμα
Αν ήμουν δυνατός θα είχα αρνηθεί τη ζωή
Αν ήθελα να ζήσω θα είχα  ερωτευθεί

Δεν είμαι τίποτα
Δεν έχω τίποτα
Δεν θέλω τίποτα

Σας ξεγέλασα όλους

Ψευδώνυμο: Νικόλας Βριλ.

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΗ
ΚΑΠΗ  Σαλαμίνας

Η ΩΡΑΙΟΤΕΡΗ ΗΛΙΚΙΑ

Όλα τα χρόνια είναι όμορφα
Σαν ξέρεις να τα ζήσεις
Φτάνει για λίγο να σταθείς
Να τα φιλοσοφήσεις.

Πραγματικά θα μπερδευτώ
Αν πρέπει να απαντήσω
Σε ποια ηλικία θα ήθελα
Και πάλι να γυρίσω

Αν επιπόλαια σκεφτώ
Θα διάλεγα την πρώτη,
Όμως τι λέω η κουτή,
Πάλι ξανά σχολεία,
διαβάσματα, τρεξίματα
Με σάκα και βιβλία…

Για να σταθώ στην δεύτερη,
Αυτή που είσαι νέος
Με τα φτερά σου έτοιμα
στον κόσμο να πετάξεις
Για να γνωρίσεις τη ζωή
Και την καλή να πιάσεις.

Μα αν στο πρώτο πέταγμα
Σου πέσουν τα φτερά σου;
Άντε ξανά απ’ την αρχή
Να βρεις το πέταγμά σου.

Τώρα την τρίτη θα ‘πρεπε
Πολύ να μελετήσω,
Γιατί πια στο ερώτημα
Θα έπρεπε να απαντήσω

Βάζω κάτω τα πράγματα
και ψάχνομαι καλά
Βλέπω δεν πρέπει το πρωί
νωρίς να ξεκινήσω
Να πάω στο σχολείο μου,
ούτε και στην δουλειά
Κάτω απ’ το μαξιλάρι μου
το μεροκάματό μου,
Και στο ημερολόγιο
ο μήνας έχει εννιά

Μα σαν καλά μου φαίνεται
Εδώ  θα σταματήσω
Γεια σου ζωή μου όμορφη,
Να ζήσω να γλεντήσω.

Ψευδώνυμο: ΑΣΤΑΡΤΗ

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΑΡΚΑΡΙΑΔΗΣ
Α’ ΚΑΠΗ  Αιγάλεω

ΣΤΟΝ ΠΑΤΟ ΤΟΥ ΝΤΕΛΒΕ

Στης πεθεράς μου την αυλή ανθούν οι κατιφέδες
Μαζεύονταν οι φίλες της να πιούνε τους καφέδες
Να θάψουν όσες λείπανε οι τωρινά παρούσες
Και την επαύριο έθαβαν αυτές που ήταν απούσες

Μα ο απώτερος σκοπός ήτανε το φλιτζάνι,
Που έκρυβε το ίζημα από καλό χαρμάνι
Η πεθερά μου έπαιρνε ύφος καρδιναλίου
Προφυλαγμένη απ’ τη συκιά στη ζέστη του ηλίου

Είχε όμως και την έννοια της, η πόρτα να μην τρίξει
Κι εμφανιστεί ο σύζυγος που σίγουρα θα φρίξει
Φλιτζάνια ανάποδα σωρό επάνω στο τραπέζι
Κι η πεθερά μου σοβαρή, τη Βασιλειάδου παίζει

-Τι βλέπω εδώ Θοδώρα μου; Ολόχρυσες δυο βέρες
Που δε θ’ αργήσουνε θαρρώ, θα ‘ρθουν σε λίγες μέρες
Μήπως αρραβωνιάζετε τη  Φρόσω τη μεγάλη;
Αντε! η ώρα η καλή, παίρνει σειρά κι η άλλη.

Τα λόγια τα ‘νιωθε σφυριές στ’ αφτιά της η Θοδώρα
Γιατ΄ ήτανε για την μικρή οι βέρες και τα δώρα
Η μεγάλη είχε τη σειρά, ο διάολος να πάρει,
Μα τα σημάδια πήγαιναν για της μικρής τη χάρη

Η πεθερά μου έπαιρνε μπόνους απ’ τη μαντεία
Που στην πραγματικότητα ήτανε μαγγανεία
Άρπαζε υπονοούμενα της κάθε μιας κυρίας
Και τα περνούσε στον ντελβέ «υψίστης σημασίας»

Καμιά φορά συνέπιπτε η μαντεία με τον πόθο
Κι η πεθερά μου έπαιρνε το εύσημο το πρώτο
Η φήμη, έρπουσα ηδονή, αθόρυβα σε βρίσκει
Στο παραμύθι, στην πειθώ, αρκεί να έχεις τύχη

Ο πεθερός μου ήτανε της αγοράς σινάφι
Αυτά τα κουραφέξαλα τα έλεγε συνάχι
Κάποιος γνωστός στην αγορά (κι αυτός …συναχωμένος)
Απ’ την απάτη βρέθηκε μπρικοεξαρτημένος

-Ψάχνω στον πάτο του ντελβέ, το πρόβλημα να λύσω
Κι ας λες εσύ Αντώνη μου. Άντε να μη μιλήσω…
Γιατί θα πάψεις να γελάς και επιτέλους φτάνει,
Αφού η κυρά σου τα γροικά όλα μες στο φλιτζάνι

Τα λόγια του ήτανε σπαθιά, δεν ήτανε αστεία
Κι ο πεθερός μου τρύπωσε στην ιεροτελεστία
Φλιτζάνια, μπρίκια και καφές βρεθήκανε στο δρόμο
Κι η πεθερά μου έπαψε να ξεγελά τον κόσμο.

Ψευδώνυμο:  Ο Αλιστρατινός

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΟΝΟΚΡΟΥΣΟΣ
ΚΑΠΗ Κάτω Χαλανδρίου

ΑΙΩΝΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ

Φως,
Από το φως
Του πλάστη
Φύτρα εσύ γεννοβόλα
Ιδεών και ιδανικών,
Αδράχτρα της σκέψης
Και του στοχασμού,
Μεγάλη υφάντρα
Στον αργαλειό
Του πολιτισμού,
Αρχέγονη
Του κόσμου ερμηνεύτρα,
Σαΐτα δαφνοπέραστη
Στου νου μας
Τη φαρέτρα

Τα χνάρια σου άσβηστα
Κεντρομόλα,
Μαγνήτες οριζόντων,
Μπολιάσματα προσκυνητάδων
Της μεγαλοσύνης σου,
Λαμπαδηδρόμοι
Του πνεύματός σου,
Της ιστορίας σου
Τρανοί ταξιδευτάδες

Μες στους αιώνες
‘συ ημέρωνες
Μύριων βαρβάρων στίφη
Στην αγκαλιά του λογισμού
Μάθαν μαζί σου να κεντούν
Στο υφαντό του αργαλειού
Στολίδια  της Ανθρωποσύνης.

Τούτος ο βράχος ο αξόδευτος
Γενιές Ανθρώπων  θα στολίζει
Μυαλά πανώρια τον εσμίλεψαν
Και φως αιώνιο θ’ ανταυγάζει,
Φάρος, πυξίδα, σύντροφος
Στου χρόνου το καράβι.

Ψευδώνυμο: Χρήστος Καλλιαντέρης

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΑΝΔΡΙΑΝΑ ΜΠΑΝΟΥ ΣΑΛΒΑΝΟΥ
ΚΑΠΗ Κάτω Χαλανδρίου

Η ΜΑΝΑ

Σαν τ’ αεράκι το απαλό
Είναι τα μαγουλά σου
Ο ήλιος στα μαλάκια σου
Τα αστέρια στην καρδιά σου

Η αγκαλιά σου είναι ζεστή
γλυκότερη απ’ το μέλι.
Όλοι τη θέλουμε πολύ
Νέοι μικροί και γέροι

Στο στήθος που ακουμπήσαμε
Και ήρθε ο γλυκός μας ύπνος
Η ευτυχία περίσσευε
Απ’ τη γλυκιά μας μάνα.

Όπου να πας κι όπου σταθείς
Πολλές φορές τη μέρα
Μάνα μανούλα θα μιλάς
Και θα ‘ν’ γιορτή για σένα,

Όνομα θείο και γλυκό
Αγγελικό το βλέμμα
Περίσσευμα η αγάπη της
Που έχει η ψυχή για σένα

Πάντα θα ξαγρυπνά
Και θα πονά,
Ο ύπνος δεν της φτάνει
Για τα παιδιά που γέννησε
Θα τα λατρεύει πάντα

Τη μάνα δεν μπορεί κανείς
Να την αναπληρώσει
Μ’ όλα τα πλούτη και καλά
Σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο

Γι’ αυτό το Μάη διάλεξαν
να κάνουν τη γιορτή της
Που είναι ανθισμένα λούλουδα
Μοσχοβολούν τα ρόδα.

Στολίδι της ζωής και ευωδιά,
η αγάπη για την ίδια τη ζωή.

Ψευδώνυμο: ΔΙΟΜΗΔΕΙΑ ΑΝΕΜΩΝΑ

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΙΖΑΝΟΣ του Δημητρίου
Κεντρικό ΚΑΠΗ Χαλανδρίου

ΦΥΓΗ

Κάθισε γιε μου δίπλα μου ν’  ακούσεις μια ιστορία,
Μια ιστορία που κράτησε κοντά σαράντα χρόνους,
Ή σαράντα αιώνες ….Δεν ξέρω…..
Μην αδημονείς. Μην βιάζεσαι να φύγεις.
Άλλωστε που να πας;  Όπου να πας εγώ πήγα.

Ξενιτεύτηκα, που λες και ταξίδεψα όσο λίγοι
Τούτος ο  τόπος σαν τον πρωτογνώρισα μ’ έπνιξε!
Τόσο κλειστός, τόσο φτενός, τόσο μετρημένος
Δε χώραγε μήτε την ανάσα μου… Μόνο κατάθλιψη
Καθισμένη με τους ακαμάτες προσηλιακά στις πεζούλες,
Ανάκατη με τη λάσπη που πλάθαν τα παιδόπουλα,
Ένα με τον ίδρω των κατάκοπων δουλευτάδων
-νοικοκυραίους τους λέγανε τότε-
Να μουσκεύει τα πάντα σαν αόρατη καπνιά,
Να σου πνίγει τον ανασασμό στο στόμα,
Και να ρεκάει με τον ήχο σκουριασμένης κλειδωνιάς
Μιας ασήκωτης σιδερόπορτας….

Κοίταζα, θυμάμαι, μόνο τ΄ άστρα
Που κάποτε σφεντονίστηκαν κατάψηλα
Και ξέφυγαν… Ξέφυγαν τ΄ ακούς; Ξέ-φυ-γαν!
Κι έβαλα κάτω χάρτες παλιούς με μονοπάτια,
Με δρόμους, με λιμάνια και μ΄ αστερισμούς,
Τους χάρτες που μυρίζαν άλογο, κι αλμύρα, και κατράμι.
Ώσπου μια μέρα ξέφυγα κι εγώ κι απόστασα
Από την προσμονή τ’ αγνώστου, κι άρχισα
Μια μέρα του Γενάρη να υπάρχω!

Ξενιτεύτηκα που λες και ταξίδεψα όσο λίγοι
Ταξίδεψα –πάντα ταξίδευα- ξέμπαρκος,
Χωρίς να θέλω μια φορά να μπω σε τσούρμο,
Από νησί σε νησί, από θάλασσα σε θάλασσα,
Από το σήμερα στο αύριο… και από κει στο χτες,
Από τ όνειρο στη φαντασία
Σαράντα χρόνους, κοντά σαράντα αιώνες
Με ράβδιζε ο αφρός γυμνό στις θαλασσόπετρες
Ή στο τσιμπούκι το πλωριό, είτε στην τιμονιέρα,
Άλλοτε μούτσο, άλλοτε ναύτη, μα ποτέ καπετάνιο,
Πάντοτε όμως ταξιδευτή, πάντοτε γλάρο
Ν’  ανιχνεύω τ΄ όραμα καπνού,
Ν’ αποφεύγω τα πρασινισμένα βαλτοτόπια.
Προτιμώντας την πάλη με τη Χάρυβδη.
Παρά τη θάλασσα των Σαργασσών ή τις Σειρήνες…

Κι η κάθε νύχτα μ άφηνε πιο ήρεμο,
Κι η κάθε μέρα μ΄ έβρισκε γυμνότερο
Μ΄ όλο πιο λίγα περιττά μες το σεντούκι μου,
Ώσπου το ξεφορτώθηκα και δαύτο κι έτσι απόμεινα
Με το πετσί μονάχα της ψυχής μου…

Κάτσε λοιπόν να δεις τι έμαθα… Μη φεύγεις.
Σαν θα ‘ρθει  η ώρα της φυγής  κι εσύ θα φύγεις,
Ποιος διανοήθηκε ποτέ να σ’ εμποδίσει;
Μάθε όμως πρώτα κάτι τι, σαν κατευόδιο.
Ξέρεις τι σόι είναι η φυγή;  Όχι, δεν ξέρεις.
Τη θεωρείς απόδραση, τη θεωρείς σα λύση,
Κι όμως δεν είναι τίποτα απ’ αυτά.
Απ’ την πραγματικότητα είναι αδύνατη η φυγή
Υπάρχει μόνο το πανί και το ταξίδι!

Ολάκερη η ζωή μου ήτανε
Ένα κατάλευκο πανί κι ένα ταξίδι
Πάνω στα ράδα του Ισημερινού, ενός κύκλου,
Που όσο προχώραγα ψηλαφητά, εκείνος μ΄ έφερνε
Πάλι ξωπίσω  στην αρχή…  Και τ΄ όνειρο
Ήταν δικό μου σα χαρταετός
Μόνο αν το κρατούσα σταθερά δεμένο στον καρπό μου
Κι ένοιωθα μες στις φλέβες μου
Τον ξαφνιασμένο της ουράς του ψίθυρο.

Σαράντα χρόνους! Κοντά σαράντα αιώνες ξόδεψα
Για να τα μάθω όλα τούτα. Και σα γύρισα
Μου ‘παν και μένα το μεγάλο μυστικό. Θα το πιστέψεις;
Ο,τι λογάριαζα δικό μου, δε μου ανήκε!
Ήτανε –λέει – δανεικό …Ακόμα κι η ψυχή μου…

Μη με ρωτάς τι έπραξα. Μην απορείς
Σαν είσαι νιος είσαι γεμάτος βεβαιότητες.
Γερνώντας όμως σε κουρσεύει η αμφιβολία
Ίσως και να ‘ταν που ‘λειπα για τόσα χρόνια.
Πού να θυμάμαι τώρα πια…
Τι άφησα, τι χάρισα, τι πέταξα, τι πήρα,
Σε ποιον ανήκαν όλα εκείνα … Ποιος να ξέρει
Αν ένα γέλιο, ένα κλάμα μια ματιά
Ένα στεφάνι με λεμονανθούς κιτρινισμένο
-τόσο πολύ όμως για μέναν ακριβό-
Η κούνια ενός μωρού μου σκεπασμένη
Με την αγρύπνια μου στον πρώτο πυρετό..
Αν μια φωνή που μ΄ έκραζε με τ’ όνομά μου
-και τη φωνή αυτή ακόμα την ακούω
Να τριγυρνά στις φλέβες μου σα θέρμη-
Ή ο καθρέπτης ο παλιός, που σαν τον ξεκρεμάσαν
Πήρε μαζί του τη μορφή μου κι άφησε
Άσπρη τετράγωνη πληγή….
Πού να το ξέρω αν ήταν όλα τούτα ξένα, η δικά μου
Ή μήπως η λαχτάρα μου γι’ αυτά
Ρούφηξε τόσο την ψυχή μου, που ταυτίστηκε.
Κι έτσι δεν ξέρω αν υπήρξαν..
Αν υπήρξα…
Όπως μπορεί και να μην έφυγα ποτέ.
Ή να μη μπόρεσα ποτέ μου να γυρίσω.

Ψευδώνυμο:  Ούτις

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΤΣΑΚΗΣ
Δ’ ΚΑΠΗ  Νέας Ιωνίας

ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ

Χελιδόνι νάτο, φτάνει
Μοιάζει βόλτα ότι κάνει
Να περνά από κάθε πόρτα
Και καινούργια αφήνει νότα

Ο χαρμόσυνός του ήχος
Δείγμα της ζωής; ή μήπως
Θέλει κάτι να θυμίσει
Με αυτό που πάει να χτίσει;

Μια ζωή, που λες, καινούργια
Που κι αυτό, τη ζει με φούρια
Και πολλοί τη λαχταράνε
Και όπως έρχεται την πάμε.

Χελιδόνι ζει τον χρόνο
Σαν το βλέπω, δυναμώνω
Φαντασία στα φτερά του
Ζω και εγώ με τη χαρά του

Ψευδώνυμο: ΣΙ –ΜΠΙ

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΑΝΝΑ ΜΠΟΖΑ
ΚΑΠΗ Κάτω Χαλανδρίου

Η ΑΝΑΤΟΛΗ ΚΑΙ Η ΔΥΣΗ

Ολόκληρο τον πλανήτη Γη
Μετά από πολεμικό καιρό
Η Ανατολή και η Δύση
Τον μοιράστηκαν στα δύο

Απελπισμένοι πια οι λαοί
Κοιτάζουν μ’ απορία
Παρόντος και του μέλλοντος
Την άστατη πορεία

Ποίος δύναται να πείσει
Την Ανατολή, τη Δύση
Ν’ απαλλάξουν τους λαούς
δίκαιη να δώσουν λύση;

Να ‘ναι η ζωή ανθρώπινη
Και ηλιοφωτισμένη
Να πάψει πια να θλίβεται
Στο σκοτάδι βυθισμένη

Ψευδώνυμο: ΑΝΝΟΥΛΑ

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ:  ΜΑΡΙΑ ΠΑΓΙΑΤΗ ΛΑΛΙΩΤΗ
Α’ ΚΑΠΗ  ΖΩΓΡΑΦΟΥ

ΤΟΛΜΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Τα όνειρά μου άπλωσα
στο λίκνισμα των αστεριών
Κοιμήθηκα στο φως του αυγερινού
Στα μήκη και τα πλάτη των αιθέρων
Νοστάλγησα το γαλάζιο του ουρανού
Το λαμπερό το χρώμα της σελήνης
Ξεχάστηκα στο αψεγάδιαστο περπάτημα
των ουρανίων σωμάτων
Χόρεψα μες στα σύννεφα ακούγοντας
τις μούσες να σιγοτραγουδούν
Μοναδικές μπαλάντες
Απόλαυσα τα κοιτάγματα των αστεριών
που αστράφτανε στην όψη
Της πρώτης σελήνης, γνέφανε,
τρέχανε αρμονικά πάντα μεταξύ τους
Να πλέξουν στεφάνι,
να υφάνουν αραχνοΰφαντο πέπλο με κινήσεις
Ήχους και χάρη υπέροχα μοναδικά
Αφήνοντας μονάχο τον χρόνο πέρα μακριά
Των ανθρώπων τα πάθη
στοιβάχτηκαν στη μούχλα των καιρών
Ζητώντας απεγνωσμένα λύτρωση
Η άνοιξη φωτεινή έκανε την παρουσία της,
με το πρώτο φως,
Τα ψεγάδια της νύχτας σκόρπισαν χάθηκαν
Το κελάηδημα των πουλιών έμεινε ανάλαφρο διακριτικό
Να γαληνεύει το σύμπαν
Εκεί που συναντάς το ωραίο,
συνυφασμένο με το απόλυτο άπειρο.

Ψευδώνυμο: Μαρία της Αυγής.

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΑΝΑΓΟΣ
ΚΑΠΗ Τούφας  Χαλανδρίου

ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ

Κάποτε πίστευα ότι αυθύπαρκτα είναι,
Όσα τα μάτια μου βλέπουν και τ’ αυτιά μου ακούν
Η γνώση όμως-μου πήρε αυτή την πλάνη
Τώρα με την ιδέα έχω εξοικειωθεί
Ότι όλα όσα βλέπω- να εξαφανιστούν για μένα πρέπει,
Μόλις εγώ το σώμα εγκαταλείψω
Το χρώμα του προσώπου μου, η δύναμη των χεριών μου,
Δεν θα υπάρχουν πλέον,
Μόλις οι δυνάμεις της ζωής το σώμα αφήσουν
Όταν η φύση το σώμα μου χωρίς εμένα παραλάβει
Θα το διαλύσει, χώμα θα το κάνει
Τι είναι όμως αυτό το σώμα;
Από ύλη είναι πλασμένο, από υλικά της Γης.
Τι είναι όμως η ύλη και κάθε υλικό;
Ακόμη και το έδαφος, πάνω στο οποίο στέκομαι
Και στέρεο το αισθάνομαι, ένα κενό είναι
Κάθε υλικό είναι στην ουσία ένα κενό
Και μόνο δυνάμεις δίνουν την εντύπωση
Του συμπαγούς, του αδιαπέραστου.
Είναι λοιπόν όσα ξέρω ένα φάντασμα –και όχι η αλήθεια;
Πού όμως την αλήθεια ν’ αναζητήσω;
Έτσι ρωτούσα πάντα
Και τότε μέσα μου ηχούσε το πανάρχαιο ρητό:
«Ω άνθρωπε, γνώρισε τον εαυτό σου»
Λόγια ωραία, αλλά και τρομερά συνάμα…
Μήπως το άπιαστο αναζητούν; μια χίμαιρα;
Και όμως εγώ τ’ ακολουθώ
Ποιος είμαι εγώ;
Αυτό που φαίνομαι; Η μορφή μου;
Αυτή η μορφή θα παρέλθει,
Σίγουρα θα διαλυθεί.
Είμαι καταδικασμένος ν’ αφανιστώ;
Όχι , εγώ υπάρχω δίπλα στη μορφή μου
Αυτό με παρηγορεί

Ο άνθρωπος παρευρίσκεται στη μορφή του.
Ο άνθρωπος όμως είναι το ον των συνεχών παρεκτροπών
Συνέχεια σέρνεται από επιθυμίες κάθε είδους και μεγέθους,
Από τον ένα πόθο στον  άλλον
Από τη μια λαχτάρα στην άλλη
Από μικρές και μεγάλες λαχτάρες
Που τον τραβούν απ’ εδώ κι από ‘κει,
Και όσο τις εκπληρώνει, τόσο πιο επίμονες επανέρχονται
Ο άνθρωπος ακόμη και στην καταστροφή οδηγείται
Για να εκπληρώσει μια λαχτάρα του,
Η οποία όμως, -έλεος!!!- νέες γεννά

Ω! Λερναία Ύδρα των πόθων και παθών μου,
Γιατί φώλιασες μέσα μου;
Ποιος σε φύτεψε μέσα στην ψυχή μου;
Το πνεύμα μου μπορεί το σωστό να βλέπει
Αλλά εγώ το λάθος πράττω
Γιατί ακολουθώ τη Λερναία Ύδρα;
Αν ξεφύγω μια φορά από αυτήν,
Δυο ή και δέκα την ακολουθώ.
Όταν ξεφεύγω, υποτάσσω τα ά-λογα πάθη μου
Κι άξιος ηνίοχος γίνομαι
Μεταμορφώνω δυνάμεις
Ένα βήμα προς έναν ανώτερο άνθρωπο κάνω
Εξελίσσομαι πνευματικά
Προχωρώ προς τον Άνθρωπο –πνεύμα
Τείνω προς τον ανώτατο μέσα μου,
Προς την θεία σπίθα
«Ω άνθρωπε γνώρισε τον εαυτό σου»
Να τον γνωρίσω – η  να ξεφύγω απ ‘αυτόν;
Λες να ξεφύγεις αλλά από ποιόν;
Μα, από τον εαυτό σου.
Ποιος είναι πραγματικά ο εαυτός μου;
Ο κόσμος των πόθων και παθών μου;
Ή το πνεύμα μου
Η Λερναία Ύδρα μέσα μου;
Ή αυτό που με οδηγεί στο ανώτερο, στο ιδεώδες;
Μα αυτό που στο ανώτερο σε οδηγεί, το ξέρεις καλά,
Γιατί τότε τόση δύναμη έχει δοθεί
Στο κατώτερο μέσα μου,
Ώστε να ξέρω το σωστό και το λάθος να πράττω;
Έτσι είναι κόσμος κι εσύ σ΄ αυτόν πλασμένος.-
Τότε να ξεφύγω από τον κόσμο
Και στο πνεύμα να καταφύγω
Αισθάνομαι κάτι διαφορετικό από τον κόσμο να είμαι
Κι όχι μέρος απ’ αυτόν.
Μάλλον εγώ είμαι ο κόσμος
ο κόσμος που αντιλαμβάνομαι και κατανοώ
όσα δεν γνωρίζω, δεν τα αντιλαμβάνομαι καθόλου,
πώς μπορώ να ξέρω ότι υπάρχουν;
Ω άνθρωπε, τι περίεργο πλάσμα είσαι!
Ενώ δέσμιος από κάτι κατώτερο μέσα σου είσαι,
Θέλεις τον κόσμο, το Σύμπαν να κατέχεις !

Ψευδώνυμο: ΥΠΕΡΙΩΝ

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΚΑΠΗ Ν. Πεντέλης

ΕΝΑΣ ΟΜΟΡΦΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΜΕΣΑ ΜΑΣ

Όμορφε κόσμε αθάνατε, όμορφη κοινωνία
Σε βλέπω μέσα στης ζωής τη «Θεία Λειτουργία»

Σε βλέπω στο μικρό παιδί που ξένοιαστο κοιμάται
Στον κόρφο της μανούλας του με το βυζί στο στόμα

Σε βλέπω μέσα στη φτωχή τη φαμελιά του εργάτη
Που το ψωμί και την ελιά πλουταίνει η αγάπη

Σε βλέπω μες στα όνειρα παιδιών ερωτευμένων
Που ανταμώνουν με φιλιά στου δειλινού την ώρα

Σε βλέπω πάνου στο βουνό και στο τρεχούμενο νερό,
Στον πλάτανο στη βρύση,
που πιάνει με τις χούφτες του Και πίνει ο οδοιπόρος

Σε βλέπω στη γλυκιά λαλιά του αηδονιού που ψάλλει
Κάτου βαθειά στη ρεματιά της άνοιξης τροπάρι

Σε βλέπω στον Εσπερινό στον ήχο της καμπάνας
Μπρος στου παπά το θυμιατό, που λιβανίζει το Χριστό
Στην αγκαλιά της Μάνας.

Σε βλέπω στο βασίλεμα, στο «πέσιμο» του ήλιου
Που χαμηλώνουν τα πουλιά και παν να κοιμηθούνε

Σε βλέπω στην αμυγδαλιά π’  ανθίζει το Γενάρη
Και στου Αυγούστου τη βραδιά στ’ ολόγιομο φεγγάρι

Όμορφος κόσμος γύρω μας,
Όμορφη όλη η φύση
Όμορφος είναι ο Θεός όπου την έχει χτίσει

Κύριε σε παρακαλώ,
Κάνε και τούτο το καλό:
Όλες του κόσμου οι προσευχές και των παιδιών τα γέλια
Να γίνουν, Κύριε στη γη –να σταματήσει η σφαγή-
Ειρήνης Ευαγγέλια.

Ψευδώνυμο: Νεοπεντελιώτης

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΜΑΡΩ ΠΕΡΔΙΚΑΡΗ
ΚΑΠΗ Βριλησσίων

ΣΚΟΤΑΔΙ

Όταν το βράδυ προσπαθείς να κοιμηθείς,
Σου ‘ρχονται εικόνες που δεν θες να θυμηθείς
Κλείνεις τα μάτια, θα περάσουν λες,
Μ’ αυτές στη σκέψη σου ειν’ ακόμα ζωντανές

Κοιτάς τριγύρω σου και βλέπεις στο σκοτάδι
Και στα τυφλά ζητάς να βρεις ένα σημάδι
Παντού μαυρίλα την ψυχή σου να σκλαβώνει
Κι εσύ τυλίγεσαι στο γέρικο σεντόνι

Ψάχνεις και πάλι μ’ αγκαλιά μέσα στη σκέψη,
Να ξαναέρθει μια νεράιδα να σου γνέψει
Το φάντασμα της συντροφιάς να σου κρατήσει,
Όσο την ένοιωσες κι αυτή να σ’ αγαπήσει

Σαν τη θεά σου εσύ θα την λατρεύεις
Στα μάτια κοίτα την και πες της πως πιστεύεις
Στη φαντασίωση που ο ίδιος έχεις πλάσει,
Και πως προσεύχεσαι ποτέ να μην ξεχάσει,
Πως θα ‘σαι πάντα εκεί να περιμένεις
Με τις ελπίδες μίας νέας οικουμένης

Πες της πως θα ‘ναι πάντα αυτή ο άγγελός σου,
Και πως συνέχεια θα τη βλέπεις στο ποτό σου,
Γουλιά, γουλιά θα τη ρουφάς για να τη νοιώσεις,
Να σε ζεσταίνει πριν προλάβεις να παγώσεις.

Μα να, το κρύο που τρυπάει το πρόσωπό σου,
Κοιτάς τον τοίχο ν’ αποφύγει τον εαυτό σου
Και είπες πια, πως στο θεό σου δεν πιστεύεις,
Αρχίζεις πάλι το ταβάνι ν’ αγναντεύεις,
Κι από το δρόμο μια σειρήνα να ουρλιάζει,
Που σαν κραυγή θανάτου σε τρομάζει.

Κι έτσι στο σκέπασμα τυλίγεσαι ξανά,
Μα δρόμος να ξεφύγεις δεν υπάρχει πουθενά
Εύχεσαι ο θάνατος να ‘ρθεί να σε μαζέψει,
Σαν τριαντάφυλλο που εύχεται να βρέξει

Και ποιος παράδεισος μπορεί να σου ταιριάζει,
Καμία κόλαση εσένα δεν τρομάζει,
Μονάχα αυτή που λέγεται ζωή σου,
Κι έχει ορκιστεί να περπατά μαζί σου.

Ψευδώνυμο: ΓΡΙΑΝΕΑ

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΠΕΤΡΑΚΗΣ
Γ’ ΚΑΠΗ ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

ΣΤΗ ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΓΙΑΓΙΑ ΣΑΣ

Κάμποσα χρόνια πέρασαν
Που σ΄ έχασα γυναίκα
Και όσο κι αν προσπάθησα
Δεν πέρασε μια μέρα
Να μη σε βάλω στο μυαλό
Για εσένα και να κλάψω
Φωτογραφίες να θωρώ
Να μην αναστενάξω
Το χρόνο μοιραζόμαστε
Και να με ορμηνεύεις
Κι άγαλμα τα εγγόνια σου
Να πάρεις και να παίζεις
Χάθηκε το χαμόγελο
Που είχα εγώ για σένα
Γιατί δεν πρόλαβες να πεις
Μέρα και νύχτα σε ζητώ
Και ψάχνω στο κρεβάτι
Έλα και εσύ στον ύπνο μου
Και δώσ’ μου ένα χάδι

Ψευδώνυμο: ΚΡΕΤΑΣ

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΠΛΟΥΜΙΣΤΟΥ
ΚΑΠΗ Χαραυγής Κερατσινίου

ΜΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ  

Είναι απόγευμα!!!
Κοιτάζαμε το ηλιοβασίλεμα.
Του λέω ναζιάρικα
θα με πας μια βόλτα στην παραλία;
Με κοιτάει με μάτια που έλαμπαν από χαρά
γιατί ήταν μια απόδραση όλη δικιά μας!!!

Περπατούσαμε και μιλούσαμε
σαν μικρά παιδιά
που το είχαν σκάσει από τους γονείς τους!!!

Δε θυμάμαι πώς βρεθήκαμε
ξάπλα στην όμορφη αμμουδιά
και στο ελαφρύ κυματάκι.
Μόνο θυμάμαι ότι στα χέρια του
Με κρατούσε σαν ένα σπάνιο κοχύλι
Ενός σπάνιου δύτη
Ήταν ο δύτης της καρδιάς μου!!!

Πάντα θα σ’ αγαπώ!!!

Ψευδώνυμο: ΚΟΧΥΛΙ

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ  : ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΕΜΠΟΣ
Κεντρικό ΚΑΠΗ Χαλανδρίου

ΕΝΑΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΙΓΟΤΕΡΟΣ
(Αφιερωμένο στο αθώο αυτό αγγελούδι
που βρέθηκε άψυχο στις Τουρκικές  ακτές)

Σε κοιτώ με τα θολά, υγρά μου μάτια
Πεσμένο στο κατώφλι της μάνας γης,
Σώμα άψυχο, νεκρό, ριγμένο καταγής
Και η ψυχή μου γίνεται χίλια δυο κομμάτια

Γονατιστός θρηνώ για τον χαμό ενός παιδιού
Στο φως των άστρων, στο μούχρωμα του φεγγαριού
Που έφυγε πρόωρα για άλλον τόπο, χλοερότερο,
Και κλαίω γοερά για έναν Χριστό λιγότερο

Ο ήλιος φωτίζει αχνά το αδύναμο κορμί
Που ήταν κάποτε γεμάτο πάθος και ορμή,
Και τώρα κείτεται άψυχο στην ακρογιαλιά
Χωρίς πνοή, χωρίς ζωή, χωρίς λαλιά…

Σαν κούκλα παιδική πεταμένη σε χωματερή
Σαν προδομένη υπόσχεση, άσπιλη και ιερή,
Σαν λεμονανθός που έζησε μονάχα ένα βράδυ
Και το πρωί ξεψύχησε στην αγκαλιά του Άδη

Της θάλασσας το αφρισμένο κύμα
Ξεθυμαίνει πάνω στο πελαγίσιο μνήμα
Γονατίζει με σεβασμό μπρος στην ομορφιά
Βγάζει του μαρτυρίου τα άσπλαχνα καρφιά

Και φιλά στοργικά το τρυφερό του πρόσωπο,
Κατάρα στον άθλιο κόσμο τον διπρόσωπο!…

Θρηνεί το δροσερό, θαλασσινό αεράκι
Φιδογυρίζοντας στ’ αθώο του κορμάκι
Στα μακριά ξέπλεκα, νερένια του μαλλιά
Που αναριγούνε σιωπηλά, δίχως ζωή, δίχως μιλιά

Σαν ολοπόρφυρες, αιθέριες ανεμώνες,
Σε νεκρά κοραλλένια δάση, σε παγερούς χειμώνες….

Φύκια, σαν μεταξωτές κορδέλες, πλέκουν τον ιστό
Μέσα στο στόμα το λατρεμένο, το Χριστό,
Σαν δίχτυ που έπλεξε μια νεαρή αράχνη
Μέσα στην χειμωνιάτικη την πρωινή την πάχνη…

Γύρω του σκίζουν τον αέρα γοργόφτερα χελιδόνια
Και πάνε αλαργινά, να χτίσουνε νέα φωλιά
Εκεί όπου ζουν κορυδαλλοί, γλυκόλαλα αηδόνια,
Για σένα όμως δεν παίζουν λύρες, άρπες η βιολιά

Εσύ κάθεσαι εκεί άπραγο, αμίλητο, χωρίς φτερά
Σαν μήτρα που δεν κάρπισε ποτέ σε χώματα ιερά,
Χαμόγελο φτενό που έσβησε στα παιδικά σου μάτια
Και τώρα χτίζεις άσκοπα στην άμμο σου παλάτια

Ψευδώνυμο: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΕΛΕΝΗ ΤΣΟΛΑΚΙΔΟΥ
ΚΑΠΗ Βριλησσίων

ΕΛΛΑΔΑ 3

Στην Ελλάδα την καημένη
είναι όλοι γερασμένοι
είν’ το στόμα τους κλεισμένο
και το θέλω τους κρυμμένο
μες στα στήθια τους σβησμένο.

Μα δεν θέλω να σωπαίνω
με το στόμα σφαλισμένο
εγώ θέλω να θερίσω,
τους αγώνες να τρυγήσω,
της ζωής μας. Για να σβήσω
κείνα που μας ‘φέραν πίσω.

Σωστό είναι να επιμένεις,
στην ελπίδα δεν σωπαίνεις.
Τη ζωή άμα φοβάσαι,
σίγουρα μονάχος θα ‘σαι,
και τη ράχη αν γυρίσεις,
ο, τι λάχει θα θερίσεις,
τα σημαντικά στους άλλους
θα αφήνεις τους μεγάλους,
στης πατρίδας τα συντρίμμια
δεν τα θες τα αποκαΐδια.

Όταν φτάσουμε στον πάτο
κι η ζωή είν’ άνω κάτω
η καρδιά θε’ ν’ αγριέψει
μες στα στήθια θα χορέψει,
ό,τι στέρεο θα ραγίζει,
την ψυχή σου δεν θα αγγίζει

Την Πατρίδα θες στα ύψη
και ποτέ της να μη σκύψει
αλλά να κρατά ψηλά
τη σημαία της, γι αυτά
που ενώνουν τις φωνές,
στις μυριάδες συμφορές.
Τον οντά της να ορίζει,
στον πολιτισμό να ελπίζει,
την ισχύ που καθορίζει
και η δύναμη ν’ ανθίζει
όταν η ζωή γυρίζει.

Ψευδώνυμο: ΚΑΡΟΛΙΝΑ

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΣΤΑΜΑΤΙΑ ΨΑΡΡΟΥ
Α’ ΚΑΠΗ

ΞΕΝΟΙ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΣΑΣ

Αυτοί που μας κυβέρνησαν
Και μας ποδοπατήσαν
Μας πούλησαν, μας τσάκισαν
Τις ψυχές μας τις μαυρίσαν

Ξένοι μέσα στον τόπο μας
Ξένοι μες στη Ελλάδα
Την γη που γεννηθήκαμε
Τον τόπο που αγαπήσαμε

Ελλάδα, Ελλαδίτσα μας
Σε έχουνε  μαδήσει
Το κράτος μας τεμάχισαν
Διχόνοια έχουν σκορπίσει

Φάτε και πιέστε σήμερα
Χωρίς να στερηθείτε
Οι ξένοι αύριο έρχονται
Ζήστε ό, τι μπορείτε!

Τα ανθρωπάκια τα μικρά
Εμάς που κυβερνούνε
Πουλάνε τον αέρα μας
Το χώμα που πατούμε

Ψευδώνυμο:  ΞΕΝΟ ΠΟΥΛΙ